United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω, Πώχω μαράζιτην καρδιά και πόνο, που με τρώει, Και που μου κλέβει τη χαρά, τα νειάτα, νύχτα-μέρα. Κ' ένα τραγούδι, θλιβερό, μου φέρνει μέσ' το στόμα, Τραγούδι που το τραγουδώ, πατέρα, κι' αλαφρώνω, Κι' ούτε το Δράκο σκιάζομαι, ούτε και τη Νεράιδα, Ούτε της βρύσης το Στοιχειό και της σπηλιάς τη Λάμια.

Κι' η μάννα γύρω γύρω 315 πετούσε, τα πουλάκια της θρηνώντας· μα το φίδι γυρνάει, και μες στους θρήνους της την πιάνει απ' τη φτερούγα. Και σαν την αποτέλιωσε κι' αφτή και τα πουλιά της, το θάμα θέλησε ο θεός, που τόδειξε, για πάντα γνωστό να μείνει, και άλλαξε το δράκο σε λιθάρι.

Η Λ... είνε αρραβωνιασμένη με τον Γιαννάκη τον Δράκο, ο γυιός σου πάει και της κάνει πατινάδα, απέναντ' απ' τα παραθύρια της, και λοιπόν θέλει να χαλάση τον φράχτη.

Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο πελώριο, Γολιάθ σωστόν και αυτός, μικρός Δαυίδ γυρεύει να παλαίψη μαζί του, να τον καταβάλη, έχοντας πεποίθησι στο πείσμα που τον κάνει εφτάψυχον. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από τη μέση και τον βροντά χάμου, σαν καρπούζι. Τον βρίζει· και καταλαβαίνει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή και να τον πνίγη.

Αγκομαχούσε μέσα μου απέραντος πόνος, κι ως τόσο βογκητό δεν έβγαινε να της πη πως φτάνει, φτάνει ο απελπισμένος θρήνος, γιατί σηκώνετ' ο γιος της να της ξαναφέρη την Αρετούλα, που την πήρ' από πλάγι της και από 'να Χάρο πιο άκαρδα. Τάκουσα κατόπι το μυρολόγι που διάβαινε κ' έφευγε σαν ανέμου βουητό. Δράκο μ' έκαμε τότες ο πόνος, και το ξετίναξα το λιθάρι και ξαναπρόβαλα στον απάνω κόσμο.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Να λέπι από δράκο, δόντι λύκαινας, δέρμ' από μούμια μάγας, λάμιας λάρυγγας, νυκτοξερριζωμένο αψιθιάς κλαδί, νεφρά βρωμο-Εβραίου, τράγου άντερο· να και κομματιασμένα πριναρόκλαδα που μ' έκλειψιν σελήνης εκλαδεύθηκαν· να και Τατάρου χείλη, Τούρκου μύταρος και δάκτυλ' από βρέφος, πόρνης γέννημα, που τώρριξετον τάφρο και το έπνιξε. — Να βράση να χυλώση τ' ανακάτωμα! — Να κι' άντερ' από τίγριν· βάλε τα κι' αυτά νάχη απ' όλα μέσα το κακκάβι μας!

Τ' είν' το κακό που γίνεται και η ταραχή η μεγάλητα Ρόγκατα Ποληόρογκατο αμπέλιατα αμπελάκια; Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θηριά μαλώνουν; Κι' ουδέ βουβάλια σφάζονται κι' ουδέ θηριά μαλώνουν. Ο Δράκο Γρίβας πολεμάει με δώδεκα χιλιάδες Μαουλουμπασάδες δώδεκα, πασάδες δέκα πέντε Ταράχκτηκεν η Πρέβεζα και όλ' η Βαλαώρα.

Για το Βλαχάβα μώλεγε του Ολύμπου το θρεφτάρι, Το Γρίβα του Ξερόμερου το δράκο το λιοντάρι, Τ' αδέρφια τ' αξεχώριστα τους Κατσικογιανναίους, Και για της Μάνιας τα παιδιά, τους Κολοκοτρωναίους.