United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ήταν ωραίο νάβλεπε κανείς το ανακάτωμα των αλόγων που σωριάζονται χάμω, και τους πληγωμένους υποτελείς, και τα χτυπήματα που έδιναν οι νεαροί ιππότες, και τα χορτάρια, που κάτω από τα βήματά τους, γινόντανε κόκκινα από το αίμα. Μπροστά σε όλους, ο Καερδέν είχεν υπερήφανα σταματήσει, βλέποντας νάρχεται απάνω του ένας τολμηρός βαρώνος, ο αδερφός του κόμητος Ριόλ.

Όλ' αυτά όμως δε με συγκινούσαν καθόλου. Όπως δε με συγκινούσαν και οι χειρονομίες του, και τα λόγια του και οι ελληνικούρες του, η ομιλία του η παράξενη, ένα ανακάτωμα από εκκλησιαστικά ρητά και καραβίσια λόγια, που θύμιζαν τον παληό μούτσο και το παληό καλογεροπαίδι του Αγίου Όρους. Τίποτε δε με συγκινούσε.

Είδαν πως απότομα δεν μπορεί να γίνει η μεταμόρφωση, αφότου πέθανε μάλιστα κι ο Οβίδιος, και στοχάστηκαν να την καταφέρουν σιγά κι αγάλι αγάλι, με τέχνη και διπλωματία δασκαλοπαπαδίστικη. Ανάμεσα στη ζωντανή και στην πεθαμένη έβαλαν μιαν άλλη γλώσσα, ένα ανακάτωμα από ζωντανά και πεθαμένα κομματάκια.

Το χοντρό και μαύρο του χέρι σπόγγισε ίδρωτα αγωνίας από το μέτωπό του. — Α! γυναίκα, γυναίκα, είπε μαναστεναγμό, καλά που μούλεγες και δε σάκουσα. Να η αμαρτία που μέφερε, Κεδά είντα θα κάμω; Μια στιγμή κίνησε για να γυρίση στο χωριό· αλλ' ευθύς άλλαξε γνώμη και τράβηξε κάτω προς ταμπέλι, όπου πήγαινε. Στο κεφάλι του ήτο ένα φοβερό κιαξέμπλεχτο ανακάτωμα.

Επάγωσε οχ το φόβο του, και τώπεσε η ασπίδα, Και μες τη λίμνη απόθεσε την παντοχή και ελπίδα, 470 Του Καλαμιότη οι Ποντικοί το κάμωμα θωρόντας, Στους Μπακακάδες ώρμησαν περσότερο θαρρόντας. Και τους μαζόνουν ομπροστά μ' αλλαλαγμό και κρότο, Κατόπι κυνηγόντας τους 'χτόν ύστερ ως τον πρώτο. Μοντων στρατιότων τ' άγνωστο δειλό ανακατωμά τους 475 Ο Νερορρούφας έφτακε τρεχάτα από κοντά τους.

Θ' ακούσης να λέγουν, ότι ουχί σπανίως παρουσιάζονται τα πράγματα εκτοπισμένα και ανακατωμένα εις τον κόσμον· εν τούτοις, μεθ' όλον το ανακάτωμά των, αργά ή γρήγορα κατορθώνουν να ευρίσκουν την σειράν των, και την εποχήν των, και τον τόπον των. — εφ' όσον τουλάχιστον η γη δεν αποφασίζει να μείνη ακίνητος. Ο ευγενέστερος άγριος: άνθρωπος οργιάζων υπό προσωπίδα.

Βάλετα 'μάτια σου υαλιά, και 'σάν τον δημοκόπον κάμε πως βλέπεις κάθε τι, και τίποτ' αν δεν βλέπης. — Έλα εδώ! Έλα εδώ! Το 'πόδημά μου 'βγάλε. Τράβα καλά! Τράβα καλά! Την δύναμίν σου βάλε! ΕΔΓΑΡ Τι ανακάτωμα και νου και ασυναρτησίας! Νους μέσ' 'ς την τρέλλαν! ΛΗΡ Άκουσεαν θέλης να με κλαύσης, πάρε τα 'μάτια μου, εσύ. Γνωρίζω ποίος είσαι. Σε λέγουν Γλόστερ. Χρεωστείς υπομονήν να έχης.