United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αύριομεθαύριο θα τα σκορπίση η πείνα μέσα στο χωριό· θα τρέξουν απ' αυλή σ' αυλή κι απ' αχεριώνα σ' αχεριώνα για κάνα ψίχουλο. Και τότε; Κλαίγε τα τότε. Άλλα θα πάνε απ' τα πετροβολήματα των παιδιών κι άλλα απ' το λεπίδι καμιάς χωριάτισσας! Να το κακό που γίνεται στο σπίτι σα λείψη η νοικοκυρά!... — Έτσι σβύνει το νοικοκυριό· σκέφτηκε ο Αριστόδημος με πίκρα.

Η μόνη μου παρηγοριά ήτο η σκέψη ότι θα γύριζα μεγάλος, με γράμματα ανώτερα και με της χώρας τον αέρα, ώστε να γίνω περισσότερο άξιος της αγαπημένης μου. Έκαμα δυο ή τρία χρόνια στην πόλη. Στις διακοπές έβγαινα στο χωριό· και μόλις έφτανα, ο νους μου στο Βαγγελιό. Η μητέρα κη αδερφή μου άρχισαν να πειράζουνται γιαυτή την προτίμηση. Τις έπιασε είδος ζήλιας.

Επρόβαλε τόρα αγέρωχη, ναζού, γοργοκίνητη, θριαμβεφτική μες τα σούσουρο που ανακάτωσε, τζόγια μου, όλο το χωριό· με τα πλούσια μαλλιά της καλοχτενισμένα, ξαμολυτά στις πλάτες χυμένα· με το χρυσοκέντητο καλπάκι της, ίσα που να στέκεται απάνω στην κορφή της· με το πολυκέντιστο από πούλιες ολόχρυσες, τούρκικο μεϊτανογέλεκό της, και τα κοντοκομένα ως το γόνα πάνω φουστανάκια· επρόβαλε τόρα στο πλουσιοφωτισμένο το χαγιάτι απάνω, φανταστική τουρκοπούλα, χανούμισα ονειρεφτή, ζωγραφημένη ταιριαστά μέσα σε πλούσια φωτισμένη, ολόλαμπρην εικόνα.

Το χοντρό και μαύρο του χέρι σπόγγισε ίδρωτα αγωνίας από το μέτωπό του. — Α! γυναίκα, γυναίκα, είπε μαναστεναγμό, καλά που μούλεγες και δε σάκουσα. Να η αμαρτία που μέφερε, Κεδά είντα θα κάμω; Μια στιγμή κίνησε για να γυρίση στο χωριό· αλλ' ευθύς άλλαξε γνώμη και τράβηξε κάτω προς ταμπέλι, όπου πήγαινε. Στο κεφάλι του ήτο ένα φοβερό κιαξέμπλεχτο ανακάτωμα.

Ακούς εκεί ο Λίακας, να πάη στο στοιχειωμένον πύργο της Δραμαλούς! Κι ακούς να σου λέη, πως θα παλέψη το στοιχειό, νανεβή στη συκιά, να κόψη σύκο να φάη, να μας φέρη κ' εμάς! — Στοίχημα! του λένε. — Στοίχημα; — στοίχημα ! Βάνουνε το στοίχημα. Εφτύς κιόλα διαλαλήθηκε σ' όλο το χωριό· το και το: ο Λίακας είν' αντρειωμένος, κ' είν' ήρωας τρανός, και θα πα να παλέψη με το στοιχειό της βάρδιας.

Το σπρώχνουν αποδώ, αποκεί το πληγώνουν. Είνε ξένο στο χωριό· ξένο στη ζωή και στο ξεφάντωμα. Φεύγα! του φωνάζουν κ' οι πέτρες. — Όχι· δε φεύγω! βρυχήθηκε άξαφνα ο Χαγάνος. Έρριξε πέρα το μαρκούτσι και πήδησε ολόρθος· τον έπνιξε το δίκιο κ' η αδυναμία του. Άρχισε βιαστικά να δρασκελάη απ' άκρη σ' άκρη το δωμάτιο. Πάταε κ' έτριζε το πάτωμα, βούλιαζαν τα σανίδια. Τούρχεται σαν τρέλλα.

Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ' όλες αυτές τες μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μούφερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά κιαφού δεν έκαμε την αρχή, κεγώ δεν είχα το θάρρος.

Πάμε, πάμε μαζί στο χωριό· εκεί που γεννιέται και μεγαλώνει η ρωμιωσύνη. Και κατόπι ξεκινούμε κατά τις μεγαλονόματες χώρες, εκεί που η ρωμιωσύνη περνάει ταντρίκια της χρόνια, ή τα σακάτικα γερατειά της. Θα σε φέρω από σοκάκι ακόντευτο κ' έρημο, κι ας είναι μέρα μεσημέρι· από την πλευρά του Κάστρου του Γενοβέζικου. Δέρνει ο ήλιος τους τοίχους του, και πολεμάει να στεγνώση τις λάσπες του.

Ας πάω, έβαλε με νου του· ας πάρω το στρατί στρατί, και ρωτώντα ρωτώντα κανείς πάει στην Πόλη, κάποιο χωριό θα βρω που να μην έχη Παπά. Μια και δυο, το σακούλι στον ώμο, δώθε παν οι άλλοι. Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις ημέρες, ρωτώντα τον ένα και τον άλλο διαβάτη, μαθαίνει πως το τάδε χωριό δεν έχει Παπά. Μια και δυο, πάει στο χωριό· στο Νιοχώρι να ειπούμε.