United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα να μισοξύπνησε μια στιγμή όταν ο Πέρσος ο Βασιλέας πρόβαλε στη Μεσοποταμία, θαρρέψαντας πως ο Κωσταντίνος αποναρκώθηκε και πήγε. Γελάστηκε όμως· κι άμα είδε μεγάλο στρατό έτοιμο να ξεκινήση καταπάνω του, έστειλε κ' έκαμε ειρήνη . Μόλις έκαμε αυτή την ειρήνη, και τούρχεται μικρή ανημποριά. Τον παρακινούν οι γιατροί να πάη στα λουτρά της Ελενόπολης στη Βιθυνία.

Λέγουν πως τοιμάστηκε τότες να ξανακάμη το κατόρθωμα του Ξενοφώντα με τους Μύριους, κι αυτό σα να μας δείχνη πως και στους πολέμους κατά τα βιβλία πήγαινε. Δεν είταν όμως γραφτό του. Μια μέρα, εκεί που του χτυπούσαν οι Πέρσοι την πισοφυλακή του, όντας και μεγάλη ζέστη, καβαλλικεύει δίχως την αρματωσιά του και τρέχει στη μάχη. Τούρχεται μια κονταριά στην κοιλιά, κι αυτό είταν το τέλος του.

Τούρχεται μια σοφή ιδέα: Δουλεφτής να είμαι, δεν είμαι· νοικοκύρης να είμαι, δεν είμαι· άμαθος καθώς είμαι στη δουλιά, — τεμπέλης νάλεγε, δεν τόλεγε· είχε μεγάλη ιδέα για λόγου του·τι να κάμω; τι να κάμω; Παπάς να γίνω! Παπάς να γίνη, καλό τόβρισκε. Μα έπρεπε να βρη και τον τρόπο.

Τούρχεται είδος βύθος, πιώτερο ξύπνος παρά ύπνος, κι αντίς όνειρα, πράματα και σκηνές που ταγνάντεψε ή τάκουσε ή τα υποψιάστηκε μες στο μερόνυχτο. Έβλεπε τον Πανάγο με τη Βασιλική μες στη νυφοκάμαρά της στα βραδινά τα σκοτάδια, κ' η γριά, η ξεμωραμμένη η μάννα της η κερά Μαριώ, να θαρρή πως είνε ο Μιχάλης! Και δος του μια περεχυσιά ψιλό ίδρο!

Το σπρώχνουν αποδώ, αποκεί το πληγώνουν. Είνε ξένο στο χωριό· ξένο στη ζωή και στο ξεφάντωμα. Φεύγα! του φωνάζουν κ' οι πέτρες. — Όχι· δε φεύγω! βρυχήθηκε άξαφνα ο Χαγάνος. Έρριξε πέρα το μαρκούτσι και πήδησε ολόρθος· τον έπνιξε το δίκιο κ' η αδυναμία του. Άρχισε βιαστικά να δρασκελάη απ' άκρη σ' άκρη το δωμάτιο. Πάταε κ' έτριζε το πάτωμα, βούλιαζαν τα σανίδια. Τούρχεται σαν τρέλλα.

Τα βλαστήμια, οι κλάψες αυξάνουν ολόγυρά του· η καρδιά του φουσκόνει. Τούρχεται πολύ κακό, πολύ κακό· έτσι να βλαστημήση κι αυτός, να κολαστή, να μη λυώση αύριο μεθαύριο που θα πεθάνη, να βράση η ψυχή του σε καζάνια με πίσσα στον αιώνα τον άπαντα. Αλλ' όχι δε κάνει, αυτό δε γίνεται. Η δυστυχία, το κακό πού αλλού θα πάη παρά στον άνθρωπο; Πρέπει να το δοκιμάση κι αυτό το κακό ακόμα.

Και άλλοτε πάλιν την ήκουσαν να δογματίζη ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάμνη πολλά κορίτσια, και ότι το καλλίτερον είναι να μη 'πανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθης ευχή της προς τα μικρά κοράσια ήτο «να μη σώσουν!. . να μην πάνε παραπάνωΚαι άλλοτε προέβη επί τοσούτον ώστε να είπη·Τι να σας πω! . . . Έτσι τούρχεται τ' ανθρώπου, την ώραν που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη! . . .

Έβγαινε ο Άρειος από το Παλάτι χαρά χαρούμενος και καμαρώνοντας που είχε πια τη Βασιλική προστασία. Της Πρόνοιας όμως την προστασία δε φαίνεται να την είχε. Εκεί που διάβαινε από τους δρόμους της Πρωτεύουσας με μεγάλη παράταξη, τούρχεται φυσική ανάγκη και μπαίνει σε κατάλληλο μέρος. Κι όντας εκεί έσκασε κι απόμεινε ξερός. Φώναξε τότες ο όχλος πως είταν η θεία δίκη.