United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μαποπάρη η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου. Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κιη άρρωστη είχε βγη και καθίσει έξω.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Καλλίτερα να φεύγωμεν, καλέ Μερκούτιέ μου· καίει ο ήλιος, κ’ εδώ γυρίζουν Καπουλέτοι· εάν τους απαντήσωμεν, θα μαλοκοπηθούμεν, διότ' η ζέστη η πολλή το αίμα το ανάπτει.

Μα μητέρα, ήτον αδύνατον νάρθω. Ήμουν καλεσμένος εις ένα γάμο. Και νόμιζα ότι θα ετελειώναμεν πειό νωρίς. Πες τα μας. Σε ποιο γάμο; γνωστόν μας; Καλέ είσαι βρεγμένος! Κ ώ σ τ ας. Ναι, έβρεξε στη μία Κα Μ ε μ ιδώ φ. Κ ώ σ τ α ς. Μην ανησυχής μητέρα, δεν είναι φόβος να κρυώσω, μ' αυτή τη ζέστη. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα να λεκιάσης το φράκο σου, ναι! Βγάλτο να σου το σκουπίσω.

Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Οι θέρμες δεν τον άφιναν. Όλοι οι γιατροί κ' οι γιάτρισσες πέρασαν από πάνω του· πήρε του κόσμου τα κινίνα, τις αψιθιές και τα μαντζούνια κατάλυσε και τις νηστείες, πήγε ναλλάξη και το αέρι του απάνω στο μοναστήρι του Προδρόμου μα τίποτε. Η θέρμη δεν τον ξεχνούσε. Κάθε δύο, κάθε τρεις μέρες σύγκρυο και ζέστη.

Ο απογευματινός αέρας κάνει κακό.» «Άσε με να ψοφήσω, Έφις! Άσε με! Τι ζέστη! Δεν ξαναείδα τέτοια ζέστη. Εκεί που ζούσα τουλάχιστον πηγαίναμε στη θάλασσα…

Της Νοέμι δεν της άρεσε ούτε το ένα ούτε το άλλο, και όμως, την ώρα που καθόταν στη ζεστή σκιά του σπιτιού, εκείνο το μακρόσυρτο, φωτεινό απομεσήμερο, παρακολουθούσε με τη σκέψη νοσταλγικά το ταξίδι των αδερφάδων της.

Καλά που μου το θύμισες, έλεγε. — Κ' ήτανε μεγάλο πράμμα, να το θυμηθής; — Όχι· μα κάνει ζέστη· τόση ζέστη. Και θα ήτο μόνον Μάρτιος· πλην ο Αγκούτσας δεν ημπορούσε να υποφέρη την ζέστην. Έλεγεν ότι, του κάκου, αδύνατον ήτο να κάμη τις δουλειά το καλοκαίρι. Και όλος ο καιρός, εκτός ολίγων εβδομάδων, μοιρασμένων σποραδικώς εις τρεις ή τεσσάρας μήνας, ήτον καλοκαίρι.

Εις τας ώρας εκείνας του μυστηρίου και της σιγής, όταν η αύρα η εσπερινή είχεν αποκάμει να πνέη και άνεμος όρθριος δεν εφύσα, και ήτο ζέστη φθινοπωρινή, διώκτρια του ύπνουκαι τα άστρα, ως μαγευμένα, τρέμοντα έφεγγον εκεί επάνω εις το άπειροντότε ηκούσθη θρους, κρότος μαλακός, επαισθητός εις τα ώτα της Σοφίας. Ηκούσθησαν αόριστοι ψιθυρισμοί, αμυδροί ήχοι, ως ομιλίαι ανθρώπων εν ονείρω.

Ζέστη γλυκειά μας μαλάκονε όλους τριγύρω. — Μπέλικο κυνήγι, φέτο, έλεε ο ψαράς. Προχτές πέρασαν από δω πεντέξη. Κάθησαν όλη την ημέρα· βάρεσαν κάμποσες μπεκάτσες στο λόγκο και χτες πήραν ένα μονόξυλο και τράβηξαν μέσα στο πέλαγο για παπιά και φαλαρίδες. Από χτες, και δε γύρισαν ακόμα... — Τότε θα τράβηξαν από την άλλη στεριά, είπε ο δούλος του συντρόφου μου.

Ούτ' ένα σύγνεφο δεν εχάραζε στον ήσυχον αιθέρα· μονάχα στην άκρη στον ορίζοντα χυνόνταν λίγο φως, ζεστή γάζα ατμού καταχνιάς, που αγνάντια του το γειτονικό χωριό με την παληά πέτρινην εκκλησιά του ξεχώριζε με μια θαμπωτικήν ασπράδα. Θυμήθηκα του Wordsworth το έργο «Στίχοι γραμμένοι το Μάρτη».