United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωκράτης Πάλιν λοιπόν ταύτα με τα οποία γίνεται η εργασία και αν τι άλλο υπάρχη εκτός τούτων και πάλιν άλλο και άλλο, ούτως ώστε να φθάσωμεν εις άπειρόν τι πλήθος, όλα ταύτα δεν πρέπει να φαίνωνται χρήσιμα προς την εργασίαν ; Κριτίας Και τίποτε δεν εμποδίζει ταύτα να έχωσιν όπως λέγεις.

Ούτω γινώσκετε και ούτω ποιήσετε, ίνα και η του Θεού χάρις και το άπειρον έλεος είη μετά πάντων ημών. Αμήν. Θέλετε δε διατάξει την ανάγνωσιν της παρούσης και επ' εκκλησίας εις τας πρωτευούσας των δήμων. Εν Αθήναις, την 4 Απριλίου 1866.

Προσέτι δε, και εάν άλλη τις είναι η αίσθησις της όψεως, ή τούτο θα προβή επ' άπειρον ή η αίσθησις θα είναι αίσθησις εαυτής• ώστε τούτο δέον να παραδεχθώμεν ως προς την πρώτην αίσθησιν . Έχει όμως τούτο την εξής δυσκολίαν: εάν το αισθάνεσθαι διά της όψεως είναι το οράν, οράται δε χρώμα ή το σώμα το έχον χρώμα, τότε, ίνα τις ορά το ορών, αναγκαίως το ορών τούτο θα έχη χρώμα πρώτον πάντων.

Όσοι δεν εγεννήθησαν εις μέρος παράλιον γνωρίζουν οποίον άπειρον δέος και κατάπληξιν προξενεί εις τον άνθρωπον η θάλασσα, όταν το πρώτον την βλέπη.

Η εντύπωσις δε αύτη του έδιδεν, οσάκις την έβλεπε, μίαν τρελλήν επιθυμίαν να την υψώση εις τα χέρια του, να την περιβάλη όλην εις την αγκάλην του και να την φιλή, να την φιλή επ' άπειρον, να την λυώση εις τας φλόγας των πόθων του.

Συγχρόνως από της Μαύρης θαλάσσης ήλθεν άπειρον πλήθος πειρατικών πλοίων, των οποίων επέβαιναν Σλαύοι εκ των συμμάχων του Χαγάνου. Είχε δε ο Χαγάνος και πολιορκητικάς μηχανάς και 12 ξυλίνους πύργους.

Ώστε αναγκαίως η αίσθησις έπρεπε να διαιρήται επ' άπειρον και παν μέγεθος να είναι αισθητόν. Διότι αν άλλως είχε το πράγμα , θα ήτο δυνατόν να υπάρχη σώμα μη έχον μήτε χρώμα, μήτε βάρος, μήτε άλλην ουδεμίαν τοιαύτην ιδιότητα, επομένως ουδόλως θα ήτο αισθητόν, διότι αύται αι ιδιότητες συνιστώσι το αισθητόν και ούτω το αισθητόν θα συνέκειτο εκ μερών ουχί αισθητών.

Τι θα ζημιωθή ο κόσμος, από έν ψεύδος επί πλέον; Αφαίρεσε λοιπόν το άπειρον από τα ώτα μου, και το πνεύμα μου περιέβαλε διά τούτου. Και άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ. Καγχασμός τραχύς εις την ακοήν μου αντήχησε, φωνή δε, άγνωστος ήδη και αυστηρά, ηκούσθη: — Ποίος ζητεί να ονειρευθή; ποίος ζητεί να πλάση κόσμον όπως θέλει, εδώ, όπου ο κόσμος όπως θέλει πλάττει;

Τι εγνώριζες, εξ όσων μου είπες, ή τι θα γνωρίσης εξ όσων θα σου είπω; Συ πρώτος ωμίλησες, συ πρώτος εξεικόνισες τον κόσμον, και έθεσες εις την εικόνα του πλαίσιον. Ανόητε! το άπειρον επλαισίωσες και δεν ηννόησες την πλάνην σου. . . .

Σχετικώς προς όλα ταύτα τα στρατεύματα τα ελθόντα έξωθεν, οι Σικελιώται έδωκαν το όλον αριθμόν πολύ ανώτερον ένεκα του μεγέθους των πόλεων των, διότι συνήθροισαν πολλούς στρατιώτας, πλοία, ίππους και άπειρον πλήθος.