United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν είδε η Ευδοκία πως ελπίδα πια δεν της έμνησκε, ως μήτ' από τον άντρα της ύστερ' από τις ιστορίες εκείνες με τον Παυλίνο, σηκώθηκε και κατέβηκε πάλι στα Ιεροσόλυμα . Μα μήτ' εκεί δεν την άφησε ήσυχη η Πουλχερία· της αφαίρεσε κάθε βασιλικό δικαίωμα, κ' έμεινε εκεί ξόριστη, ώσπου απέθανε καλόγρια ύστερις από δεκάξη χρόνια, σ' εξήντα εννιά χρονών ηλικία. Ερχόμαστε τώρα στο Θεοδόσιο.

Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας, και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη• και ως θαρρετότην δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130 'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν τα μάτια του• και χύνεταιτα βώδια ή και 'ς τ' αρνία, ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα, και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη• όμοιαταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135 ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη. τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη, και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη• μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140 και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας, δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση, ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα, την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση. και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145 τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως, αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης. κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον•

Ο υπασπιστής του ιππικού Κακλαμάνος, διαμένων πλησίον του Καραϊσκάκη εις όλους τους κινδύνους της ημέρας ταύτης, έδειξεν ηρωισμόν και τόλμην ασυνείθιστον· μάλιστα όταν σφαίρα εχθρικού κανονίου του αφαίρεσε την δεξιάν χείρα, αυτός χωρίς να δείξη διόλου δειλίαν, εξακολούθησε την μάχην, λαβών με την αριστεράν του το σπαθίον, το οποίον εκράτει εις την κοπείσαν χείρα του.

Τι θα ζημιωθή ο κόσμος, από έν ψεύδος επί πλέον; Αφαίρεσε λοιπόν το άπειρον από τα ώτα μου, και το πνεύμα μου περιέβαλε διά τούτου. Και άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ. Καγχασμός τραχύς εις την ακοήν μου αντήχησε, φωνή δε, άγνωστος ήδη και αυστηρά, ηκούσθη: — Ποίος ζητεί να ονειρευθή; ποίος ζητεί να πλάση κόσμον όπως θέλει, εδώ, όπου ο κόσμος όπως θέλει πλάττει;

τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι 'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώτα ξένα• και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση, τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. 270 εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα• θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμουεμένα η νύκτα, την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας. και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος• ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. 275 οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη, βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα• όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». 280

Δηλαδή τι έκανε το κράτος; Όχι μόνον αφαίρεσε τα 9/10 από τα δικαιώματα και τα χρέη που είχαν οι πολιτείες και τα χωριά, αλλά και αναποδογύρισε τον οργανισμό τους. Ο Καποδίστριας, πιο έξυπνος, είχε αφήσει τις κοινότητες, γιατί δεν πάει ένας κυβερνήτης να αφανίζει τη βάση που στέκεται επάνω ο λαός του. Όταν πάω να φορέσω ένα ρούχο, δεν του αλλάζω τα φάδια του!

Αφαίρεσε αυτόν τον πέπλον, συ, η μόνη μου χαρά, διά να σε θαυμάσω ακόμη προ της αναχωρήσεώς μου. Διατί είσαι κατ' αυτόν τον τρόπον κρυμμένη; Εκείνη ανεσήκωσε τον πέπλον της, και' αφού έδειξε το ακτινοβολούν πρόσωπόν της και την λάμψιν των θαυμασίων οφθαλμών της, ηρώτησε: — Είναι άσχημον;

Όταν ίδης σύζυγον, ανησυχούντα διά την πίστιν της γυναικός του, λάλησε εις το ους του: — Ηλίθιε! θέλεις να κοιμάσαι ήσυχος; αφαίρεσε ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου, και πρόσθεσε τα εις την ψυχήν της. Ούτε ο ήλιος τυφλώνει ταχύτερον τους οφθαλμούς σου, από την λάμψιν, την οποίαν διαβλέπεις εις τον εαυτόν σου.

Κ' ίσως ίσως αυτό αφαίρεσε από το Πατριαρχείο μας μια για πάντα κάθε στοιχείο εξουσίας πολιτικής. Ζήτησε, είναι αλήθεια, η παλιά η Ρώμη να μας τη στυλώση αυτή τη δύναμη, καθώς θα δούμε αργότερα, από δικούς της λόγους αυτή. Μα δεν έπιασε. Δυο περαστικά λόγια για την περιξάκουστη την ηθική παραλυσία της Βυζαντινής Αυλής κι αρχοντιάς, πρι να κινήσουμε παραμπρός.

Ώστε, Λυκίνε, αφαίρεσε το υπερβολικόν τούτο και ασεβές, το οποίον άλλως ταιριάζει προς τον χαρακτήρα σου, διότι έως τώρα δεν ήσουν εύκολος και πρόθυμος εις τους επαίνους. Τώρα γνωρίζω πώς τόσον αποτόμως μετεβλήθης και τόσον αθρόους επαίνους έγραψες διά μιας και από φιλαργύρου ανεδείχθης άσωτος εις αυτό το είδος.