Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Αναπετιέται τότες ο Ύπαρχος και, — Πώς; φωνάζει, δεν τη φοβάσαι τη δύναμή μου εσύ; — Και τι μπορείς να κάμης; λέει ο Ιεράρχης ατάραχα. — Έν' από τα πολλά, αποκρίνεται ο Ύπαρχος, που είναι στην εξουσία μου· εξορία, βασάνισμα, θανάτωμα. — Άλλο τίποτις έχεις να με φοβερίξης; ρωτάει ο Βασίλειος. Απ' αυτά τίποτις δε φοβούμαι. Να μου δημέψης το έχει μου δεν μπορείς, με τόνα μου ρούχο, κι αυτό παλιό.

Εδώ στο καράβι τα ρούχα λερώνουνε πολύ από τα λάδια, τις καπνιές, τα σίδερα και τα χρώματα, και θένε σαπούνι και σαπούνι.,, Ρίξε κι' άλλο νερό απάνω για να πιάσει το σαπούνι και να γλυστρά το ρούχο.,, Να κύτταξέ με μένα.

Δηλαδή τι έκανε το κράτος; Όχι μόνον αφαίρεσε τα 9/10 από τα δικαιώματα και τα χρέη που είχαν οι πολιτείες και τα χωριά, αλλά και αναποδογύρισε τον οργανισμό τους. Ο Καποδίστριας, πιο έξυπνος, είχε αφήσει τις κοινότητες, γιατί δεν πάει ένας κυβερνήτης να αφανίζει τη βάση που στέκεται επάνω ο λαός του. Όταν πάω να φορέσω ένα ρούχο, δεν του αλλάζω τα φάδια του!

Δυο γέροι ψαροκυνηγοί μαζ' ήταν πλαγιασμένοι 'πάνω στα βούρλα τα στεγνά, μέσ' στην πλεκτή καλύβα· Της ψαρικής τα σύνεργα είχαν εκεί κοντά τους· τα κοφινάκια τα ρηχά, τα μακρυά καλάμια, ταγκίστρια, τα δολώματα, τις πετονιές, τα δίχτυα· τα βρόχια τους και τα κουπιά και τη γρηά τους βάρκα. Και κάτω απ' τα κεφάλια τους αντί για προσκεφάλι ένα στενό κοντόψαθο και ρούχο και στρωσίδι.

Αποφάσισαν λοιπόν να λουστή, προτού ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη μάθουν τι έγινε. Κι αφού ο Δάφνης πήγε μαζί με τη Χλόη στη σπηλιά των Νυμφών, της έδωκε και το ρούχο του και το ταγάρι να τα φυλάη κι' αυτός στεκάμενος εμπρός στην πηγή έπλενε τα μαλλιά κι όλο το σώμα του. Κ' ήτανε τα μαλλιά του μαύρα και πολλά και το κορμί του μαυρισμένο από τον ήλιο.

Είπε, κι' εκείνον καταχνιά σκεπάζει μάβρης νύχτας, και στάχτη αρπάζει με τις διο τις χούφτες, και τη ρήχνει στην κεφαλή ασκημίζοντας την όψη την πανώρια· κι' η στάχτη γύρω κάθουνταν στ' αφρόφαντο του ρούχο. 25 Και στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες ξαπλωμένος, και σπούσε χάμου, ρήμαζε, την κόμη με τα χέρια.

Μια βαρειά στενοχώρια του πλάκωσε την καρδιά του, το μαύρο εκείνο ρούχο τον έπνιγε, ένας φόβος παράξενος τον έπιασε, έκλεισε την πόρτα, συμμάζωξε νευρικά το κομπολόγι μες τη φούχτα του και γύρισε μέσα στην κάμαρη. Κάθησε πάλι μπροστά στο τραπέζι, μπροστά στάδεια ποτήρια και άνοιξε ένα Ψαλτήρι, που βρέθηκε μπροστά του.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα το θεό, είνε διπλή: τη μνήμη έχω μεγάλη σαν μου χρωστούν οι άλλοι. Μα το μνημονικό σωστό ποτέ δεν τώχω σαν χρωστώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Έλα λοιπόν, νάσ' έτοιμος• καιοποίον λόγο κάνω σοφόν για τα μετέωρα, συ χύμηξέ του απάνω. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς; τη σοφία το λοιπόν θα γεύωμαι σαν το σκυλλί; Και τι κάνεις, πες μου εμένα, σαν της τρως από κανένα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Βάλ' το ρούχο κάτω τώρα.

Κι έπειτα ξέρεις: έχουμε ζήσει μέχρι τώρα, καλά δεν ήμασταν μέχρι τώρα; Τι μας έλειψε; Και θα συνεχίσουμε με τη βοήθεια του Θεού. Δε θα μας λείψει το ψωμί. Το σπίτι του Πρέντου είναι γεμάτο πράγματα που ούτε να τα φυλάξω δε θα μπορούσα.» Ο Έφις σκεφτόταν απογοητευμένος. Τι να κάνει, εάν δεν καταφύγει στο ψέμα; Ξανάρχισε να ψηλαφίζει το ρούχο. «Πρέπει όμως να σας πω κάτι σοβαρό, ντόνα Νοέμι.

Όχι ακόμα, προτού στο κορμί μου τυλιχτώ με το ρούχο μου αυτό• γιατί σκούφο δεν πήρα μαζί μου ο φτωχός, για να μη μουσκευτώ.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν