Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Στο διάβα του όμως από τη μιαν εξορία στην άλλη τόσον τον κακομεταχειρίστηκαν οι εχτροί του, που πέθανε τώρα στο δρόμο, εξήντα χρονών, ολίγους μήνες πριν αποθάνη κ' η Ευδοξία. Αυτό είταν το τέλος του Μεγάλου Χρυσοστόμου, που με το Βασίλειο και με το Γρηγόριο τους έχει τριπλό καμάρι η Εκκλησία.

Ως και Σύνοδο σύστησε και ακύρωσε την ψεύτικη απόφαση της προτητερινής. Και τόσο τους πείραξε πάλε τους αδιόρθωτους εχτρούς του, που κατάπεισαν τον Αρκάδιο κ' έστειλε τον Ιεράρχη σ' άλλη χερώτερη εξορία περίγυρα στης Πιτυούντας την έρημο.

Εγώ, μωρέ, είμαι φτωχός, μα δεν κουνώ την ουρά μου κανενός για να μου δώση να φάω· τη δεκάρα την παίρνω με το σπαθί μου, με το άστε-ντούα.... Ου! να χαθής, παλιοζάγαρο, πρόστυχε, ξιππασμένε! — Πού ήσουνα, βρε Σακκουλέ; τον ηρώτησε κάποιος εκ των περιφερομένων εις την πλατείαν. — Ήμουν εξορία, απήντησεν ο επαίτης με σοβαρότητα πολιτικού εξορίστου. Φέρε τώρα μια δεκάρα! — Και ποιος σ' εξώρισε;

Τάστρεξε αυτά ο Κωστάντιος, τα λογάριασε όμως δίχως το λαό του, που αρματωμένος πια τώρα με της ορθοδοξίας την αρματωσιά μήτε να τους ακούση δεν ήθελε τους Αρειανούς, μόνο ακολουθούσε με πίστη τον ατρόμητο τον Αθανάσιο. Δεν είταν πια τώρα εξορία ο Ιεράρχης· τον έφερε στην αυλή του ο νεώτερος Κωσταντίνος άμα ανέβηκε στο θρόνο της Γαλατίας.

Πολλάκις δε, ως βεβαιόνει ο Πλούταρχος, εκ της Τροιζήνος και της Αιγίνης, όπου έζη εξόριστος, έστρεφε τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων προς την καταδικάσασαν αυτόν πατρίδα. Ενώ διήρκει η εξορία του, έφθασεν εις τας Αθήνας η είδησις του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Μα όσο κι αν είταν άγρια και σκληρά τα μέτρα εκείνα, δε σώνανε να τους ξολοθρέψουν τους αμέτρητους πιστούς του τρίτου αιώνα. Φώναζε λοιπόν ο Γαλέριος, και συφωνούσαν οι δικοί του, πως χρειάζουνται πολύ πιο ριζικώτερα μέτρα. Άλλα λοιπόν τρία πιο φοβερώτερα ψηφίσματα τον αναγκάζουν το Διοκλητιανό κ' υπογράφει· εξορία, θάνατος, βασανιστήρια.

Αναπετιέται τότες ο Ύπαρχος και, — Πώς; φωνάζει, δεν τη φοβάσαι τη δύναμή μου εσύ; — Και τι μπορείς να κάμης; λέει ο Ιεράρχης ατάραχα. — Έν' από τα πολλά, αποκρίνεται ο Ύπαρχος, που είναι στην εξουσία μου· εξορία, βασάνισμα, θανάτωμα. — Άλλο τίποτις έχεις να με φοβερίξης; ρωτάει ο Βασίλειος. Απ' αυτά τίποτις δε φοβούμαι. Να μου δημέψης το έχει μου δεν μπορείς, με τόνα μου ρούχο, κι αυτό παλιό.

Για καλή του τύχη όμως είχε την καλοκάγαθη Αυτοκρατόρισσα Ευσεβία από το μέρος του, και πότε με τη βοήθεια της, πότε με την πολιτική του, γνωρίζοντας να κρύβη τους στοχασμούς του, ξεγλύτωσε από τα νύχια του Κωσταντίου. Έστερξε λοιπόν ο Βασιλέας να τον αφήση μονάχα ξορισμένο. Ο τόπος όμως που διάλεξε για εξορία του, η Αθήνα, μας δείχνει πόσο λίγο γνώριζε και τον αξάδερφό του και την Αθήνα.

Αδύνατο άνθρωπος γεννημένος να μην αποθάνη. Ένας όμως που βασίλεψε, να ζήση στην εξορία είναι ανυπόφορο. Να μην το φτάσω να ζήσω τη μέρα που θα με γυμνώσουν απ' αυτή την πορφύρα, και που δε θα με λέγουν πια Δέσποινα. Αν εσύ επιθυμής, βασιλέα μου, να σωθής, να χρήματα, να η θάλασσα και τα πλοία. Συλλογίσου όμως πως μπορεί μια μέρα να σου φανή ο θάνατος προτιμότερος από τέτοια σωτηρία.

Το πταίσμα σου με θάνατον το τιμωρεί ο Νόμος, αλλά ο πρίγκηψ ο καλός, το μέρος σου επήρε, τον νόμον εχαλάρωσε προς χάριν σου, κι’ αλλάζει την μαύρην λέξιν θάνατον, 'ς την λέξιν εξορία. Σου είναι χάρις κ' έλεος αυτό, και δεν το βλέπεις; ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν είναι χάρις· βάσανον και τυραννία είναι!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν