United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόχτισαν όπωςόπως οι γέροι στον καιρό του Καποδίστρια· σκεπή ζήταγαν να βάλουν το κεφάλι τους και τίποτ' άλλο. Μα χρόνο με το χρόνο το σπίτι γέραζε και πλήθαινε η φαμελιά. Ήρθ' ένα παιδί, ήρθε άλλο· πού να μας χωρέση! Το σπίτι αδυνάτιζε και τα πόδια των παιδιών δυνάμωναν, δυνάμωναν στα καλά. Κάθε πήδημα του παιδιού και μια πληγή στο πάτωμα.

Μ' αφτό στα χέρια ο δυνατός πετούσε Αργοσκοτώστης, 345 και στον Ελλήσποντο κοντά σαν ήρθε και στον κάμπο πιάνει το δρόμο, μιάζοντας παλικαράκι αρχόντου πρωτόχνουδο, που η πιο γλυκιά τ' ανθοστολίζει νιότη. Κι' οι γέροι οι διο σαν τράβηξαν παρέκει απ' το μεγάλο του Ίλου μνήμα, σταματούν τα ζα ναν τα ποτίσουν 350 στο ρέμα· τι είχε πια στη γης και πέσει το σκοτάδι.

Ανόητον γερόντιον! Και πώς; Την εξουσίαν αφού μας την εχάρισε, την θέλει να την έχη! Μα την ζωήν μου, καταντούν ωσάν μωρά οι γέροι, κ' αν βλάπτη το καλόπιασμα, τους πρέπει αυστηρότης. Το τι σου είπα μη ξεχνάς! ΟΣΒΑΛ. Πολύ καλά, κυρία. ΓΟΝΕΡ. Και κρύα τους ιππότας του μεταχειρίζεσθέ τους. Ειπέ τοτους συνδούλους σου. Ας έβγη, ό,τι έβγη!

Ο καλόγερος δεν είχε πολλή όρεξι, επήγε όμως για να μην κακοφανή της γυναίκας. Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι και παιδιά, έκαμαν ένα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρός σε βρενιγάδια μέσα και σε σκουτέλες, εκοκκινοβολούσαν κ' ετραβούσαν την όρεξι τόσο, που σε λιγάκι σχεδόν άδειασαν η σκουτέλες και τα τσανάκια.

Έπειτα γυρίζουν οι επίτροποι με τους δίσκους: «για την εκκλησιά, για τον παπά, για το σκολειό μας», και ακούς δεκάρες και κουδουνίζουν, Και σαν περνούνε τ' άγια, σκύβουν πολύ χαμηλά και σταυροκοπιούνται, γέροι, γυναίκες, άντρες, παιδιά, νιές και παλληκάρια. «Μνησθείη αυτών Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία αυτού πάντοτε»....

Γιατί σαν τέτιους ήρωες δεν είδα ακόμα, μήτε θα δω σαν ένα βασιλιά Καινιά, σαν ένα Δρύα, σαν το δεινό Πολύφημο, τον Ξάδη, τον Περίθο, σαν το Θησιά λες πούμιαζε θεός απ' τα ουράνια. 265 Είταν εκείνοι οι πιο γεροί της γης παλικαράδες· γεροί είτανε και με γερούς χτυπιούνταν, με βουνήσα θεριά, κι' ο κόσμος σάστισε το πώς τα ξεπαστρέψαν.

Ο Λιάκος που τον είχε νανουρίση στα γόνατά του μια φορά, γιατ' είτανε παιδί φίλου του γκαρδιακού, αρραβώνιασε την τσούπα του με δαύτον και γύρευε να βρη εποχή να τον κάμη ν' αφήση τα βουνά και ναρθή να δουλέψη μαζί του στο μύλο για να κάμη το γάμο. Αυτός γέρος είταν και μεις οι γέροι τι καρτερούμε άλλο από τον τάφο!...

Τούτη είναι η δική μας η Ακρόπολη· χάλασμα ρημασμένο, μα χάλασμα που σε βλέπει και σου μιλάει. Εκεί άλλος δε μιλάει παρά το Κόλι τη νύχτα. Εδώ πέτρες, χώματα, βράχοι, όλα μιλούν. Κοίταξε· μένουν ακόμα τοίχοι γεροί κι ακρέμνιστοι, κολλημένοι στους βράχους. Σεισμοί, φουρτούνες, Φράγκοι, Τούρκοι! Όλοι το χέρι τους έβαλαν!

Γιατί ούτ' η γρηά του μάννα, ούτε και ο πατέρας του, αν κ' ήτανε παιδί τους, εδέχτηκαν να κατεβούν στον Άδη να τον σώσουν, αν κ' ήταν γέροι και οι δυο, και τα μαλλιά τους άσπρα, και μόνο συ, που βρίσκεσαι στο άνθος της ζωής σου την νιότη σου εθυσίασες. Είθε από 'μας καθένας τέτοια γυναίκα ναύρισκε, γιατί δεν είναι τύχη στον κόσμο μεγαλύτερη από καλή γυναίκα.

Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, όσες ψυχές βρίσκονταν στο χωριό, εξόν μία λεχώνα κι' ένα βρέφος αβάφτιστο ακόμα, είταν συμμαζωμένοι μέσα στην ταπεινή εκκλησούλα κι' ακουρμαίνονταν με κατάνυξη το χαρμόσυνο τροπάρι: «Η γ έ ν ν η σ η σ ο υ Χ ρ ι σ τ έ ο Θ ε ό ς... »