United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν ταύτα γίνουνε με τη σοφή σας έννοια, κολλάτε και τα γένεια• κι' όταν καλά τα δέσετε, αυτά του ρούχα των ανδρών, που κλέψατε, φορέσετε, ένα τραγούδι βλάχικο αρχίζετε, σαν γέροι, και προχωρείτε ψέλνοντας με το ραβδί στο χέρι Β’ ΓΥΝΗ Καλά τα λες• ας πάμ' εμπρός εμείς η πειό μεγάλες, γιατί στην Πνύκα θάρθουνε απ' τους αγρούς και άλλες.

Κι αποκάτου έφερνε την επιγραφή της φράγκικα χαραγμένη και πλουμερή, οπώδειχνε τ' όνομα του παλληκαρά καβαλάρη και τον τόπο οπού ιστορήθη, την ξακουσμένη Φλωρέντια. Οι γέροι κ' οι αρβανίτες, που την τηρούσαν καταπλακωμένοι, δεν εγνώριζαν να ξεδιαλέξουν τα φράγκικα και πλουμερά γράμματα της επιγραφής, κ' έπασχαν από τη μορφή κι από τ' άρματα του καβαλάρη να τον πεικάσουν.

Νέος ήτο κ' έβραζε το αίμα του· και αν δεν κάνουν οι νέοι τρέλλες, ποιοι θα τις κάνουν, οι γέροι; Και το κάτω κάτω μήπως αυτές η τρέλλες της νεότητος δεν ήσαν το ωραιότερον μέρος της ζωής; Διά τούτο είχε και ένα άλλον δισταγμόν. Δεν ήθελε να βάλη τον Μανώλην τόσον γλίγωρα στα βάσανα της ζωής χωρίς να τον αφήση να χαρή και αυτός την νεότητά του ένα ή δύο έτη.

Ως την ακρογιαλιά κατέβαιναν οι φωνές όταν οι γέροι σφάζουνταν, οι γυναίκες κοπαδιαστά κουβαλιούντανε σκλάβες, οι άντρες αλυσόδετοι σέρνουνταν κατά τη Σπιναλόγκα, και μερικοί παπάδες, που μένανε μαζί τους για θάρρος και για παρηγοριά, δεματιασμένοι σα ξύλα ριχτότανε στη φωτιά!

Δυο γέροι ψαροκυνηγοί μαζ' ήταν πλαγιασμένοι 'πάνω στα βούρλα τα στεγνά, μέσ' στην πλεκτή καλύβα· Της ψαρικής τα σύνεργα είχαν εκεί κοντά τους· τα κοφινάκια τα ρηχά, τα μακρυά καλάμια, ταγκίστρια, τα δολώματα, τις πετονιές, τα δίχτυα· τα βρόχια τους και τα κουπιά και τη γρηά τους βάρκα. Και κάτω απ' τα κεφάλια τους αντί για προσκεφάλι ένα στενό κοντόψαθο και ρούχο και στρωσίδι.

Παραίτα πια τη δύστροπη λογοτριβή, και τότες περσότερο όλοι, γέροι νιοι, θα σ' έχουν τιμημένο. Να! τι σ' αρμήνεβε, μα εσύ ξεχνάς· όμως και τώρα 260 πάψε, ορέ αδρέφι, κι' άφισε το σπλαχνοφάγο πείσμα, κι' αξίας δώρα ο βασιλιάς σου δίνει αν ξεχολιάσεις. Μον έλα τώρα πρόσεχε, κι' εγώ όλα εδώ ένα ένα θα πω όσα δώρα σούταζε μπροστά μας στο καλύβι.

Η ψυχή μου θα βγαίνη κι' ο παπάς θα με δροσίζη με το κουταλάκι... Αυτά είνε που σου λέω, Καπετάν Βαγγέλη. Και να μακούς εμένα και να μαγαπάς. Ήσαν οι δυο γέροι στην ταβέρνα του Σπανού, κάτω στο γιαλό, στο κρυφό τραπεζάκι πίσω απ' το τεζάχι. Την είχε τη θέσι χρονικής ο Μπαρμπα-Δημητρός. Όχι πως ήθελε να κρυφτή απ' τα μάτια του κόσμου. Μια πεντάρα δεν έδινε. Μα τουρχότανε βολικά εκεί σταπόμερο.

Έμειναν οι γυναίκες, οι γέροι, τα μικρά και μερικοί έφηβοι και όλοι αυτοί, παρ’ όλο που πίστευαν πως ήταν εκεί για μετάνοια, προσπαθούσαν να διασκεδάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα.

Στρέψου και γύρα κύταξε, φτωχό μου Μεσολλόγι, Το πέσιμό σου πώς το κλαίν' βουνά, ουρανός και λόγγοι· Κ' ημείς οι δόλιοι πούχαμανεσένα κάθε ελπίδα Σε κλαίμε, γέροι και παιδιά, σε κλαίει όλ' η πατρίδα. Τη θέσι σου σου ζήλεψε, σου ζήλεψε τα νηάτα, Κι' αυτή η Μοίρα η φθονερή και σ' άλλαξε τη στράτα, Κι' αντίς να ξαναπαινεθής, να διώξης τον οχτρό σου, Σον 'τοίμασε το θάνατο αυτή, το πέσιμό σου.

Οι γέροι είναι άχρηστοι, και μάλιστα επικίνδυνοι, αν, επειδή κουράστηκαν αυτοί και αποκοιμιούνται, θέλουν ν' αποκοιμήσουν και τα παιδιά τους. Τα παιδιά είναι η μελλούμενη ζωή του έθνους. Πρώτα απ' όλα αυτήν πρέπει να σεβόμαστε.