United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη. και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε• μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200 της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, όπ' ακουμπούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο, σιμάτην πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205 την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις, του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα, και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος, ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210 βωμός, οπού θυσίαζανταις νύμφαις οι διαβάταις,— εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου, κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες. και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215 λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα•

Ας όψωνται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε.. Έσβυσε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάση. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήση την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος. — Τ' είνε πάλι τέτοια ώρα; Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ-ντουπ, ολοένα δυνατώτερα, ανυπόμονα. — Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ!

Αυτά 'πε• και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος• κ' ευθύςτα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω 45την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις. το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται. μ' αυτότα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος• και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα 50το πέλαγος• και αρμένιζετο κύμα επάν' ως γλάρος, 'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης ψάρια ζητεί, και τα πτεράτην άρμη συχνοβρέχει. όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμήςάπειρο κύμα. και όταν •ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, 55 απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε. και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία 60 εις το νησί• καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα. και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο, κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι. και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, 65 στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις, θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου. και ήμερο κλήμα ολόγυρατο βαθουλό το σπήληο, θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο. και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν 70 λευκό νερό, και η καθεμιάάλλο εκυλούσε μέρος• και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του. έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος• 75 και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος, 'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς• και ως είδε αυτόν αγνάντια, δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία• ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους, και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. 80 μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα• έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα, με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθητην ψυχή του, κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, 85 αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο•

Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν. και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, 230 και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι• έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην. και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει, και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι με κρασί Πράμνειο• κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια 235 φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα. και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούςταις χειρομάνδραις. κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν, και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. 240

Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα: — Στάχτημπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτημπούλμπερη, να μου το θυμάσαι. Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.

Τραβάω λίγο «αρόδου» και του λέω κ' εγώ: Σαν καταλείς εσύ, παπά μου, γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, εγώ θα καταλύσω τράγο τη Μεγάλη Παρασκευή...» Σήκωσε το ραβδί του να με χτυπήση, παπάς άνθρωπος.

Ο Αρχαιολόγος μ' ένα ψηλό ραβδί στη θέση του «φέρτε αρμεβημάτιζε απάνου κάτου με βήμα στρατιωτικό, σα να οδηγούσε μια Μεραρχία πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν αναμμένο, τα μάτια του άγρια και τα μαλλιά του σηκωμένα, λες και βάδιζε ίσα στον οχτρό.

Δεν θα χαρή για τούτη του την καλή τύχην, θα τυφλωθή, προλέγω σας, και θα πλανάται ξένος μέσα στην ξενιτειά με το ραβδί του να βρή τον δρόμον ψάχνοντας° ο ίδιος πατέρας και αδελφός ομού και της μητρός του μαζί παιδί και σύζυγος !... Εσείς θα ιδήτε πώς είναι, και πώς έσπειρεν ίδια γυναίκα με τον πατέρα θα βρεθή.

Θάψτε με δίχως κλάυματα και δίχως μοιρολόγια, Τουφέκια να μου ρίχνετε, τραγούδια να μου λέτε. Μαζί μου, μέσ' 'ς το μνήμα μου, και το καυκί μου βάλτε, Το πλουμιστό μου το καυκί, τον ώμορφο αραγό μου, Το πενταπήχινο ραβδί, την ακριβή φλογέρα, Και τ' ασημένια τ' άρματα. Λεν πωςτον Κάτω Κόσμο Οι νιοι βαστάνε τ' άρματα κ' η λυγερές τους στόλους.

Οι πολλοί γαμπροί, έλεγε, κάνουν καμμιά φορά τη νύφη και γεράζη στο σπίτι του πατέρα της. — Μα είνε ατιμία! φώναξε αγριεύοντας ο Αριστόδημος. — Ατιμίαξατιμία, τι να κάνουμε ; — Τι να κάνουμε; Τώρα θα σου δείξω γω τι θα κάμω. Έτρεξε μέσα, πήρε το καπέλλο του και το ραβδί του κ' ετοιμάστηκε να κατεβή τη σκάλα. — Πού πάς; τον ρώτησε ο Δημητράκης, πιάνοντάς τον απ' το χέρι αλαφρά.