United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άξαφνα ο κουρνιαχτός άνοιξε και πρόβαλαν τα παιδιά παιγνιδιάρικα· έπειτα φάνηκαν οι παπάδες με τα χρυσά τους άμφια, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, οι προύχοντες και πίσω ο λαός. Ήταν όλοι ξεσκούφωτοι κ' έδειχναν μεγάλην ευλάβεια· νόμιζε κανείς πως όλοι τους ανατράφηκαν σε μοναστήρι. Πέντε παλληκάρια έφερναν στα χέρια τους μακρύστενη σανίδα, θαμπή, με πολλά σκαλίσματα.

Ο κολλήγας θα ήτο ανόητος τότε να καταμηνύση τον ποιμένα, όστις είχε παληόιδες που του έφερναν τόσον μεγάλαις τσαντίλαις.

Και κάθε ημέραν μου έφερναν εκλεκτότατα φαγητά, πιοτά, και απερνούσα ωσάν ένας βασιλέας. Και δεν ήτον πράγμα που να επιθυμήσω, και να μην το απολαμβάνω εν τω άμα.

Είπε•τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνωτην θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις. κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων 100 τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη• και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη• κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι, και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. 105 κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότετην θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι. και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω, άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαντους κρατήραις, 110 ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια, κ' εμπρός ταις 'βάζαν• κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι.

Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• 620 και οι καλεσμένοι επήγαιναντου βασιληά το σπίτι• και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία• άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν, έτσι αυτού μεςτα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν.

Ήσαν ως τριάντα Νεράιδες, γυναίκες κάτασπρες, με άσπρους λαιμούς, άσπρα χρυσοκεντημένα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Αντί να κάμω προς το βουνό, από τη σαστιμάρα μου έπεσα μέσα στο χορό. Έφερναν γύρω σαν να φέρνη γύρω αέρας. Μπερδεύθηκα μέσα σε ολόχρυσες πολυθρόνες, που κάθονταν οι βιολιτζήδες με τα χρυσά βιολιά και τ' αργυρά λαγούτα.

&1868&. Εχθροπραξίες αναμεταξύ Ελλάδος και Τουρκιάς. Άναψε ο Κρητικός πόλεμος. Κ' εδώ κρυφά κρυφά εστήθηκαν κομητάτα κ' έφερναν τουφέκια και μπαρούτες από την Ελλάδα, κ' ετοιμάζονταν για επανάσταση. &1869&. Το Γεννάρη μήνα έπεσε το χιόνι μέσα στα Γιάννινα μία πήχη. Από το κρύο δε μπορούσαν να δουλέψουν ο κόσμος. Το παζάρι κλείστηκε όλο. &1869, Θερτή 10&. Ήρθε δεσπότης ο Σωφρόνιος.

Δεν απέρασαν τρεις ή τέσσαρες ώρες οπόταν είδα να εμβαίνουν εις τον οντά μου πέντε έξη σκλάβοι της Γαντζάδας, οι οποίοι έφερναν μαζή τους έναν αριθμόν από ανθρώπους ενδεδυμένους διαφορετικά από εκείνο που εσυνήθιζαν εις Σερενδίβ.

Ξεχωριστά δε από αυτά τα τελώνια έφερναν το περισσότερον μέρος από τα κόκκαλα των αλόγων, που έτρωγαν οι Ταρτάροι, τα οποία τα είχαν διά το πλέον ευγενικώτερον φαγί, και τα έτρωγαν με πολύν πόθον.

Γύριζε στο χωριό της με τα λόγια αυτά καρφωμένα στο νου της, με τη θλίψη και την πίκρα στην καρδιά της, σα συλλογίζουνταν τα χρόνια που θα περνούσαν τα χρόνια τ' άχαρα, τα δίχως αγάπη κ' ευτυχία, τα χρόνια που δε θάχαν γι αυτή καμιά απόλαψη και θα της έπαιρναν την ομορφιά και τη νιότη, και θα της έφερναν γλήγορα τα γεράματα, που θάρχουνταν να τα χαρή τότες αυτά μονάχα εκείνος.