Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Άθελα, εκεί που κάθησε να φάη, ακολουθούσε με το βλέμμα του τη Λιόλια που μπαινόβγαινε κ' οι ματιές του ακκουμπούσανε σκεπτικές στα καστανά της τα μαλλιά, που τάχε σηκωμένα πίσω αψηλά σε μια χοντρή πλεξούδα, έπειτα πάλι έπεφταν απάνω στο στενό της το πολκάκι, στα κουμπάκια που σπαράζανε σε κάθε αναπνοή της. . • Κ' η Λιόλια κάθε τόσο έλεγε με μια φωνή χαμηλή και τραγουδιστή : Κυρία Βεργινία ! να σας φέρω τώρα το ζουμί σας ;. . . Να σας κόψω τη μπριζόλα σας ; Να βάλω να ζεσταθή το γάλα σας ή το θέλετε το βράδυ ;. . . Θα του φθάση το φαΐ του Κυρίου Νίκου ή να του ψήσω και δυο αυγά; Πώς να δη ο Νίκος τάσπρα μάτια της Βεργινίας καρφωμένα απάνω στο πρόσωπο του, αφού κύτταζε αλλού ; Τo περίεργο μόνο είναι πως δεν ανταμώθηκαν οι ματιές του απάνω στης Λιόλιας το κορμί, γιατί και της Βεργινίας τάσπρα μάτια περπατούσανε μαζί με τα καμώματα της Λιόλιας και πήγαιναν απ’ τη Λιόλια στο Νίκο και πίσω. . . Ω σκεπτικά μάτια του νέου αγοριού, τί φταίτ' εσείς που γλυκαινόσαστε, σαν ήσαστε πρώτα πικραμένα και τυφλά απ' το σκοτάδι κ' έξαφνα αγναντεύετε ένα λουλούδι γλυκό που σιγοκαμπανίζει μέσα στην αύρα της ψυχής σας;. . . Λάμπει πάλι χρυσός ο ήλιος της νεότητός σας και ξυπνάει η λαχτάρα σας σαν κάποια μοσχοβολιά πούτον κρυμμένη βαθιά-βαθιά κάτω από τους μαραμένους μενεξέδες. . . Κ' η Βεργινία είδε τα μάτια του αγοριού της να γλυκαίνωνται, νανοίγουνε διάπλατα σαν άνθη στον ήλιο, όταν ακκουμπούσαν απάνω στα μαλλιά της Λιόλιας και στα χείλια της τα υγρά κι ανοιγμένα πάντα σαν κόκκινα ανθόφυλλα και στο πολκάκι της με τη σειρά κουμπάκια, και δεν έβλεπε πια τίποτε άλλο απ’ όσα ήτανε γύρω της κι απ' όλη τη ζωή που είχε ακόμα μέσα της κι απ’ όλη την αρρώστια που της είχε ζωσμένο το κορμί της και της τότρωγε – τίποτα ! εξόν αυτό μονάχα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πού θα τη βάλωμε να κοιμηθή, είπε η Βεργίνα του Νίκου, άμα ήρθε το πρώτο βράδυ.
— Τι θέλεις, Γιώργη μου; Μα τα μάτια εκείνου ήτανε καρφωμένα στο πάτωμα, δίπλα στο τραπέζι που κοίτονταν κουλουριασμένη η Εληά. Έκανε να παίξη τα χείλη του σαν νάθελε να της φωνάξη. Ύστερα γύρισε κατά τον Βαγγέλη: — Κανένα κόκκαλο! είπε τραυλίζοντας. Είνε μέρες νηστικό το κακόμ... — Ωχ! παραμιλάει! είπε η Ασημίνα. — Το κακόμοιρο! απόσωσε το λόγο του ο Γιώργης.
Κι έτσι παραλυμένη κι ασάλευτη απόμεινε με τα μάτια της καρφωμένα ασυνείδητα ίσα στα γυαλιά του παραθυριού, ως που ο ύπνος της έκλεισε βαρειά τα βλέφαρά της.
Ψηλά στην πρασινοστόλιστη ταράτσα ολόρθη, αχνή και λυπημένη στέκεται η κόρη σαν ολοζώντανο μάρμαρο του Παράπονου, με καρφωμένα τα ματάκια της απάνω του.
Ήτο τώρα η σειρά της Μηλιάς και έτρεμεν όλη, βλέποντας πόσον αγριωμένος ήταν ο βασιληάς. Της εκελάδησεν όμως πάλιν το αηδόνι κάτι που της έδωκε θάρρος. Ολονών τα μάτια ήτανε καρφωμένα απάνω της και η σιωπή τόσο τέλεια, που θ' άκουε κανένας μύγαν να πετά ή χόρτο να φυτρώνη. Η Μηλιά έδωκε τότε διαταγή ν' ανοίξουν τα είκοσι παράθυρα της σάλλας.
Ο Καπετάν-Μοναχάκης ακουμπησμένος πάντα πίσω στην κουπαστή, με τα μάτια καρφωμένα στο πέλαγο σαν να μετρούσε ένα-ένα τα κύματα να τελειώσουν: «πάει και τούτο, πέρασε κι' αυτό», τα κύματα τα ατέλειωτα, που καταποδιαστά το ένα κυνηγούσε το άλλο, ξαφνίστηκε απ' τη φωνή του λοστρόμου, σαν να του χαλούσε το μέτρημα. Γύρισε και τον κύτταξε. — Τη δουλειά σου! είπε.
Εκείνος όμως την κύτταζε με τα μάτια του τα γαλαζοπράσινα με τα μακριά ματόκλαδα καρφωμένα πάνω της-την κύτταζε ακόμα κι όταν δεν της μίλαγε. . . Τι νέος που ήτον ο άντρας της και τι όμορφος !-όλο αυτό συλλογιζόταν η άμοιρη.
— Ακούς λέει; καρφωμένα είνε να μη γυρίσουν; Δε με ρωτάς να σου πω; Πέντε φορές κιντύνεψα να μπατάρω. Αργεί, νομίζεις; Ένα κύμα δυνατό, άλλο κύμα σε πλάγιασε. Κοιμήθηκε το καράβι. Σα δεν μπορέση να σηκωθή, άλλο κύμα το βρήκε, το μπατάρησε. Άργητα θέλει; Και άρχιζε ατέλειωτες κουβέντες, παραμύθια με το καντάρι. Να μην ήταν αυτός στο τιμόνι, αλλοίμονο! Θα είχαν χαθή όλα τα καράβια του κόσμου.
Έτσι της έλεγε ο σκοπός του Λανσιέ, μα το ίδιο της έλεγαν και του Νίκου τα μάτια, καθώς χόρευε στην αγκαλιά του, πούταν καρφωμένα απάνω της και τα αισθανότανε να λάμπουνε σαν άστρα απάνω στα μαλλιά της και μέσα της να καίη η αντιφεγγιά τους. . . Τo στόμα του ήτονε μισάνοιχτο κ’ έφεγγαν τα δόντια του και στο πρόσωπο της φυσούσε η ζεστή πνοή του!
Στεκόμαστε στο διάδρομο, οι δυο γιατροί άφωνοι και σοβαροί, η γυναίκα μου με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπό τους, σα να νόμιζε πως δεν είχανε προφέρει ακόμα την τελευταία λέξη. Τους κοίταζα όλους, κ' ενώ αγκάλιασα τη μέση της γυναίκας μου και θέλησα να τη σύρω κοντά μου, παρατήρησα πως η συμπονετική όψη του φίλου μας, του γιατρού του σπιτιού μας, έτρεμε σπασμωδικά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν