Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Μα το σπίτι δεν έδειχνε καθόλου πως είχε λείψανο. Τα πορτοπαρέθυρά του ήταν ορθάνοιχτα και μπαινόβγαινε ο ήλιος σα χρυσοφορεμένος γαμπρός. Στην αυλή μελισσολόι ο κόσμος· ντόπιοι και ξένοι ανάκατα. Γιατί μέσα στο χωριό και στ' άλλα περίγυρα δεν ήταν άνθρωπος που να μην ήξερε την κυρά Πανώρια. Άλλος απ' ακουή κι άλλος από ιδεί όλοι την ήξεραν κι όλοι τη λάτρευαν.
Όσα είπαμε στου Ιουλιανού το κεφάλαιο για την τιτλοφορημένη εκείνη μερμηγκιά που μπαινόβγαινε στο παλάτι, δεν είναι τίποτις ομπρός στους μύριους αυλικούς αξιωματικούς που θα τους δώσουμε μια γενική περιγραφή όπου κι αν είναι.
Μύριοι συλλογισμοί χύθηκαν ανάκατα στο κεφάλι της· κάτι της δάγκωσε την καρδιά. Η φωτογραφία ήταν του Πέτρου Ντάλαρη, του ανθυπολοχαγού· νέου μορφωμένου, συμπαθητικού και γλυκομίλητου. Εγνώριζε την οικογένεια Μαχαλά κάπου δυο χρόνια. Έτυχε να συναντηθούν μια πρωτοχρονιά στο σπίτι της κ. Πουλημένου, γνωρίστηκαν, σχετίστηκαν. Από τότε ο αξιωματικός έγινε του σπιτιού· μπαινόβγαινε σα συγγενής.
Μα μπαινόβγαινε κι απ'την καλή την κάμαρη, που ήτον ισόγεια σχεδόν μ' ένα-δυο σκαλοπάτια ξύλινα Αχ, πάλι σκαλοπάτια ! λες βάλθηκαν κι αυτά να την κουράζουν ακόμα περισσότερο, πότε για να τινάξη κάτι προσκεφαλάδες με μεγάλες μάρκες που τις είχε κεντημένα η ίδια ανεβατό, πότε για να ξεσκονίση τα χαρτένια λουλούδια πούχε σε δυο φαρφουριά πάνω στην εταζέρα ή για ναπλώση ένα-δυο ρουχαλάκια πούχε κάνει σαπουνιστά στη λεκάνη και που γαλάζωναν απ’ το λουλάκι απάνω στο σκοινί• κ' έσκυβε και σφουγγάριζε τα νερά πούχανε στάξει απ’ τα ρούχα στα σκαλιά και στις πλάκες μπρος την πόρτα κ’ έπειτα πήγαινε ναπλώση και το σφουγγαρόπαννο πιο πέρα από τα ρούχα στο ίδιο το σκοινί, που ήτανε δεμένο απ' το στρόφιγγα της πόρτας σε μια μικρή ζαλισμένη μυγδαλίτσα-γιατί δεν έφθανε ως τη μάντρα πέρα. . και κάθε φορά πούρριχνε κάτι απάνω στο σκοινί, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα- που δεν είχε ακόμα ανθίσει-λύγιζε ίσαμε κάτω και τιναζόταν πάλι απάνω, απ’ του σκοινιού το τράβηγμα, με τα γυμνά κλαριά της σηκωμένα σα χέρια στον αέρα.
Την κύτταξε κατάματα και σύνωρα ο νους της σκάλιζε να μαντέψη ποιος ήταν αυτός ο αρρεβωνιαστικός, που τόσο ελεύθερα μπαινόβγαινε σπίτι της. Τόσον καιρό δε θυμότανε κανένα να μιλεί με την Ασημίνα. Ούτε σκαπανέα ούτε πολίτη. Έτρεξε στη σάλα με την απόφαση να γκρεμοτσακίση τον ακάλεστο γαμπρό. Τρομάρα του όποιος κι αν ήτανε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν