United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για δαύτο και σαν αναπαύτηκε, την πρωτοχρονιά του 379, βγήκαν όλοι, Χριστιανοί, Εθνικοί, Εβραίοι, και συνόδεψαν το λείψανο. Και τέτοιο πλήθος μαζεύτηκε τότες, που σκοτώθηκαν κάμποσοι από το φοβερό το ζούληγμα, και τους μακάριζαν οι άλλοι, που πεθάνανε με τέτοιον άγιον άνθρωπο. Παρηγορητικό φαινόμενο για τη Ρωμιοσύνη οι μεγαλόψυχοι αυτοί Αρχηγοί της.

Πάσχων εκ ποδάγρας και έχων ιδιοτροπίας δεν προσεκαλείτο προς θεραπείαν ασθενών, ηναγκάζετο δε να μετέρχηται τον διδάσκαλον, διδάσκων εν τω Λυκείω Ζακύνθου λατινικά, ιταλικά και γαλλικά, λαμβάνων μηνιαίως 24 τάλληρα. Τας ιδιοτροπίας του Ροΐδου εσατύρισεν ο ποιητής Σολωμός εν τη «Πρωτοχρονιά» και τω «Ιατροσυνεδρίω».

Ιδίως όμως εστενοχωρείτο το Πάσχα, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ότε η ευλογημένη η Κρατήρα δεν έκαμνε νισάφι. — Τι τα θέλ' ς, καϋμένη, τόσα πολλά; τα παιδιά έχεις;

Απόψε ο χρόνος ξεψυχάει κι 'αυτό το νεροπόντι Θάνε ο στερνός παραδαρμός του ψυχομαχητού του. Πρωτοχρονιά τ' αποταχιά, κυρ Γάκη, χάρισέ μας. — Σας τάζω από δυο κάλλεσες αντάμα με τ' αρνιά τους. — Να σου χιλιάσουν, τσέλιγγα, να ζήσης μύρια χρόνια!

Ο Μάμαλης απ' τ' Άγραφατη Λεπενού τα πήγε, Ο Θάνος τ' Ασπροπόταμου, του Μαλακάση ο Μπάρδας Κατέβηκαν για χειμαδιότον κάμπο του Τρικκάλου, Την Αλλασσώνα εδιάλεξε του Σμόλκα ο Χατζημπύρρος, Ο Κάγκαλος του Ζαγοριούτο Λούρο ξεχειμάζει. Του Κουρμολιάσα ο τσέλιγγας, ο Τάκης ο Ψαλίδας, Της Βαλαώρας τα ζερβά τα βοσκοτόπια πήρε. Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά.

Και εκεί που έφευγε το πιο μικρό ήθελε ακόμη να του πη κάτι στο αυτί. Του εμπιστεύθηκε πως όλα τα μεγαλύτερά του αδέλφια είχαν γράψει ωραίες ευχές για τον καινούριο χρόνοτόσο μεγάλες! — μια για τον μπαμπά, μια για τον Αλβέρτο και την Καρολίνα, και μια άλλη για τον κύριο Βέρθερο· θα της έδιναν την πρωτοχρονιά το πρωί-πρωί.

Άλλο μέτρο ριζοσπαστικό του Ιουστινιανού είναι που κατάργησε την Υπατεία . Ο Ύπατος από ανώτατος άρχοντας που είτανε στους παλαιούς καιρούς της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας κατάντησε ύστερ' από τον Αύγουστο σιγά σιγά γυμνός τίτλος που τονέ δίνανε σ' έξοχους ανθρώπους· και σ' άλλο δε χρησίμευαν παρά να γίνουνται αφορμή να πανηγυρίζη ο κόσμος την Πρωτοχρονιά μ' έξοδά τους.

Πώς να μην τη θυμηθώ την πρωτοχρονιά εκείνου του χρόνου, που φυσούσε η νοτιά σα δαιμονισμένη, η θάλασσα φούσκωνε σα να ήθελε να μας καταπιή, τα κεραμίδια πέφτανε σα χαλάζι, σφύριζαν τα παράθυρα, και το σφύριγμά τους ανεβοκατέβαινε σαν τσιριχτό γυναίκας που την έπιασαν πόνοι... Τη θυμούμαι, κι ως τόσο το νοιώθω πως φοβάσαι να μη σου τα ιστορήσω τα τραγούδια που τραγουδήσαμε, τα ρόδια που σπάσαμε, τις μερίδες που κόψαμε, τα λιόφυλλα που ρίξαμε στη φωτιά να πηδήξουν και να μας πουν την καλή μας τη μοίρα.