Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Τα μάτια της κυττάζανε τα δικά του και τα μάτια τους λέγανε λόγια αγάπης. Ο φιλόσοφος έγυρε τότε το άσπρο του κεφάλι απάνω στα γυμνά στήθη της κοπέλλας. Μα η καρδιά της δε κτυπούσε. Μόνο το στήθος ανεβοκατέβαινε σιγά σαν ελαφρό κυματάκι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται, γιατί ποτέ του δεν είχε γνωρίσει τη ζωή και την αγάπη. Η κοπέλλα τότε έσκυψε αποπάνω του.

Επρόβαναν τα κεφαλάκια τους κατάνακρα στο βράχο έπαιζαν ταφτιά τους τσουλωμένα· μας εκυτούσαν περίεργα, και χοπ χοπ, αλαφροπηδούσαν κ' ετρύπωναν, άλλο στα χαλάσματα, κι άλλο μες τα σκοίνα, ξιπασμένα. ...Ο Καπτάν-Μιχάλης τις εσακάτεψε τις πέρκες. Μια με την άλλη, είχε πέντε έξη τόρα πιασμένες. Κ' η καθετή ανεβοκατέβαινε ολοένα.

Συλλογίστηκε ο Δημήτρης να κόψη δρόμο από δίπλα, και πηγαίνοντας τον τοίχοτοίχο από πίσω απ' άλλα ρουμάνια να ρίξη ματιά κατά τα τούρκικα σπίτια, να μάθη τι κάμνουν, κ' έπειτα να κατέβη από τασυνήθιστο μονοπάτι που ανεβοκατέβαινε κ' η Ασήμω.

Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Προδρόμου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του Γερο-Φλώκου, μ' ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβυσμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ' ένα βουβό αναφυλλητό.

Κι ως τόσο ποτές η Ασήμω δε φάνηκε ομορφότερη, τα μάτια της ποτές δε σπιθοβόλησαν πιο αστραφτερά από τη φοβερή εκείνη τη βραδινή. Διάβαινε χαμόδεντρα, πηδούσε λιθάρια, ανεβοκατέβαινε λακκωσιές, σκαρφάλωνε βράχους, σαν αγρίμι κυνηγημένο από τη φωλιά του, πούλεγες τρύπα γύρευε να γλυτώση. Ζυγώνει σε μέρος που ξάνοιγαν οι βράχοι εκεί απάνω, κ' έκαμναν είδος δώμα.

Οι άκατοι που ταξείδευαν ήτανε ψάρια κι' είχανε διαρκώς στην πλάτη τους φτερά, και τα πολεμικά καράβια- νεκρώσιμο θέαμαείχανε διαρκώς στην όψη τους μνημόσυνο. Ποτέ γκρίζο χρώμα δεν του φάνηκε τόσο κακορίζικο από το χρώμα αυτό των πολεμικών καραβιών. Η θάλασσα, ατέλειωτο κοπάδι από γαλάζια σκυλιά διαρκώς ανεβοκατέβαινε, τα χαμηλά όμως κύματα δε μιλούσανε και γι' αυτό ήτανε τόσο, μα τόσο ύπουλα.

Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, Λίγο νεράκι να βρέξης ταχείλι σου; Πες μου, Γιώργη μου. — Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω... Έκλεινε τα μάτια του κ' έπεφτε σε βύθος. Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ' τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα.

Καλά! είπ' εκείνος και γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά. Ο Βαγγέλης έσκυψε και του άλλαζε τα βρεμμένα πανιά. Η Ασημίνα έγυρε πάλι το πρόσωπό της απάνω στα γόνατά του και το σώμα της ανεβοκατέβαινε από κάποια βουβά αναφυλλητά.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν