United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν γυρίσης ζωντανός, η βασιλοπούλα θα γίνη δική σου. Το βασιλόπουλο γύρισε και κύτταξε τα ματωμένα του ποδάρια και τα κουρελιασμένα του ρούχα, ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κύτταξε το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στην κορφή του ψηλού βουνού. Και το πήρανε τα κλάματα. — Αλλοίμονο! είπε. Τα πόδια μου δε με βαστάνε πια. Θα καθήσω εδώ να ξεψυχήσω.

Και απ’ έξω ο ντον Πρέντου ξερόβηξε, σημάδι επιδοκιμασίας, ενώ ο μαγαζάτορας σκαρφάλωνε πάνω σε μια ξύλινη μικρή σκάλα. «Όλα γερνούν και όλα μπορούν να ξανανιώσουν, σαν τον χρόνο», αντέτεινε ο Έφις, παρακολουθώντας με τα μάτια τη λεπτή φιγούρα του Μιλέζου που φορούσε ακόμη το μακρύ τριχωτό πανωφόρι του χωριού του. Το μαγαζάκι ήταν μικρό αλλά γεμάτο έως απάνω.

Πήγε στο πηγάδι που έμοιαζε με νουράγκε σκαμμένο σε μια γωνιά της αυλής και ήταν προστατευμένο από έναν πέτρινο φράχτη που πάνω του άνθιζαν, μέσα σε παλιά σπασμένα λαγήνια, βιόλες και γιασεμιά. Ένα από αυτά σκαρφάλωνε στον τοίχο και από εκεί πρόβαλε προς τα έξω, λες και ήθελε να δει τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.

Μα περσότερο του άρεσε να μένη ψηλά στο βράχο, στη βίγλα των πιλότων, και παρακαλούσε τη μαμά, που καθότανε κει με την εργασία της, να του διηγιέται ό,τι γνώριζε για τη θάλασσα. Είτανε κάτι περσότερο από ευτυχισμένος όταν έτρεχε με γυμνά πόδια στους βράχους και μάζευε απάνω τα μικρά του πανταλόνια και σκαρφάλωνε τόσο προσεχτικά με τα λεπτά του πόδια, σα μικρή βασιλοπούλα.