United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι προς τη θεόρατη οξά και βίγλα πάντα 145 δρόμιζαν κάτου απ' το τειχί τη δημοσά ακλουθώντας, ως που ως στις μάννες του νερού τις γάργαρες καθάριες ζυγώσανε, όπου οι διο πηγές πηδούνε του Σκαμάντρου. Η μια αναβρύζει χλιό νερό κι' αχνούς ολόγυρά της σκορπάει σα ναν τη ζέσταινε καμιά φωτιά αναμένη· 150 η άλλη σα χαλάζι λες ψυχρή το καλοκαίρι ή και σα χιόνι ή κρούσταλλο χαρίζει τα νερά της.

Κι' είταν απ' όξω αντρών στρατός πούρθαν κλεφτά ν' αρπάξουν το βιος της χώρας, κι' ήθελαν καρτέρι εφτύς να στήσουν. 513 Κι' έτσι άμα εκεί ήρθαν που καλά βολούσε το καρτέρι, 520 σε ρέμα πούχε πότισμα για ζωντανά καθ' είδος, κάθησαν τότες, με χαλκό που θάμπωνε οπλισμένοι· και χώρια απ' το στρατό σκοποί διο κάθουνταν σε βίγλα, πότε να δουν προσμένοντας αρνιά απ' αλάργα ή βόδια.

Βουλίδια , τα χαλάσματα του βουλιασμού των Κάστρων. — Βάβυσμα , αλύχτισμα σκύλλων· βαβύζω αλιχτάω, γαυγίγωΒοσκοτόπια , οι τόποι της βοσκής, τα λειβάδιαΒαλαντούμαι =δέρομαι από έρωτα, αγαπώ πάρα πολύΒέργα και βεργί =το ραβδί· λέγεται και η βέργα του αργαλιού και του ντουφεκιού. — Βαρκός τόπος = βαλτώδης, βάλτος. — Βαρβάτο το μη μουνουχισμένον κριάρι ή τραγί το οποίον λέγεται και γκεσέμι . — Βάξτεβρίστε, σκούξτε. — Βίγλα μέρος υψηλόν, σκοπιά και βιγλίζω , κατασκοπεύω, δοκιμάζω.

Δεν άφησα να βγάλουν τα παιδιά, να τα βάλουνε σε χωριστό τραπέζι. Μια φορά να πέση πουθενά ο θάνατος, πέφτει πέφτει κι ανασαμό δεν έχει. Ένα χρόνο, έναν αλάκαιρο χρόνο, έκαμε ο Χάρος βίγλα τριγύρω στο σπίτι και τώρα εμένα θαρπάξη. Μη! Μη! Πότε φέγγει; Στις πέντε. Στις πέντε, πεθαμμένος. Τέλειωσε, πάει!

Μα περσότερο του άρεσε να μένη ψηλά στο βράχο, στη βίγλα των πιλότων, και παρακαλούσε τη μαμά, που καθότανε κει με την εργασία της, να του διηγιέται ό,τι γνώριζε για τη θάλασσα. Είτανε κάτι περσότερο από ευτυχισμένος όταν έτρεχε με γυμνά πόδια στους βράχους και μάζευε απάνω τα μικρά του πανταλόνια και σκαρφάλωνε τόσο προσεχτικά με τα λεπτά του πόδια, σα μικρή βασιλοπούλα.

Και όλον το ήθος του, η όψις του οι τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ' ην στιγμήν εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα και χειρονομίας μετάφρασις ή μιμική παράστασις του παλαιού διστίχου: Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει, γιατί ην, λιμέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα.

Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Είχα πάρη, — θυμάσαι σαν τώρα —, το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούταν άσπρος σαν χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.