United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες τ' απάντησε ο γερός παλικαράς Διομήδης 145 «Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια, μα η λύπη αφτή η βαριόκαρδη μου διαπερνάει τα σπλάχνα· μια μέρα ο Έχτορας θα πει μιλώντας μες στους Τρώες 'Κυνήγι το Διομήδη εγώ τον πήγα ως τα καράβια. Έτσι ίσως παινεφτεί... μα η γης ας με ρουφήξει τότες150

Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίση· 145 Μον να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην γληστρίση. Ο Ποντικός, ογλήγωρος και μ' αλαφρό ποδάρι Απανωθιό του ερρίχτηκε ωσάν το παληκάρι. Και οχ το λαιμό του Μπάκακα, και οχ την πλατιά του μέση Σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέση. 150 Θωρεί πως τρέχει στου νερού την όψι, και μακραίνει Από την άκρα που κινάει, κι' όλ' ομπροστά παγαίνει.

Όμως αφτά κι' άλλη φορά τα ξαναμελετάμε· 140 τώρα ένα ελάτε ας ρήξουμε στη θάλασσα καράβι, κράξτε και νάφτες διαλεχτούς, βάλτε τα βόδια μέσα, βάλτε και την κρινόθωρη του Χρύσα θυγατέρα, και καπετάνιος ένας μας ας σύρει απ' τους αρχόντους, ο Αίας είτε ο Δομενιάς είτε ο σοφός Δυσσέας, 145 ή εσύ, τ' αψύτερο κορμί απ' όλους, Αχιλέα, για να μερώσεις το θεό με των σφαχτών την τσίκνα

Εξαίρετα, του είπε, σα στον καλόν καιρό 145 Λαλούσες, τώρ' αρχίνα, και στήσε το χορό. Όσοι τον καιρό ξοδεύουν, Και το μέλλον δε μετρούν, Στα χαμένα τον γυρεύουν, Σαν και πρώτα να τον βρουν. 150 Επειδής φτερά βαστάει. Φεύγει, τρέχει σα νερό, Κι' όπιος δεν τον κυνηγάει, Χάνει πάντα τον τορό. Σύναζε νιος όσο μπορείς, 155 Γέροντας άνεσι να βρης. Στα νιάτα σου αν οκνεύεις. Γέρος κακά πορεύεις·

Έτσι είπε, κι' οι θεές βουτούν μέσα στο κύμα αμέσως. 145 Κι' αφτή ίσα προς τον Έλυμπο, η λεφκοπόδα η Θέτη, πιλάλαε ξακουστά άρματα να φέρει του παιδιού της.

Αν όμως είσαι απ' τους θνητούς που τρων της γης το σπέρμα έλα κοντά να μπεις γοργά στου Χάρου τα πλεμάτιαΚι' ο Γλάφκος πάλε απάντησε και του Διομήδη, τούπε «Τι τη γυρέβεις τη γενιά, λιοντόψυχε Διομήδη; 145 Ξέρεις των φύλλων τη γενιά; και των θνητών την ξέρεις.

Τότε έσφαξε τους αρχηγούς Απείρονα κι' Αστύνο· τον ένα στο βυζί τρυπάει, τον άλλο με τη σπάθα 145 μια του καθίζει στον αρμό, εκεί κοντά στον ώμο, π' απ' το λαιμό τού χώρισε τον ώμο κι' απ' την πλάτη. Κι' άφισε αυτούς και κυνηγάει τον Άβα, τον Πολύδο, τ' Ανοιχτομάτη τα παιδιά, του γερο-ονειροκρίτη.

Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε• 145 «Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία, μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση».