United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν είσαι παλικάρι εσύ, θέϊσσα αν έχεις μάννα, 280 μα σούναι αφτός ανότερος, τι πιο πολλούς ορίζει. Μα έλα, Αγαμέμνο, πάψε εσύ! Ναι, χάρη σ' το γυρέβω, μη το θυμό του, ας άναψε, συνεριστείς, που πάντα σαν κάστρο αυτός ασάλεφτο μας στέκει στους πολέμουςΤότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 285 «Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.

Γεμάτος ιδέες ο φίλος· όμορφες ιδέες και στοχαζούμενες. Γνωστικός πατριώτης, και νοικοκύρης καλός· διαβάζει και το «Ντεμπά». Μα φεύγουν και χάνουνται κι αυτουνού τα λόγια μαζί με τον καπνό που καπνίζει. Πες του να τα γράψη και να τα στείλη στον τύπο, και θα γελάση με μιαν ακαταδεξιά που θα σε κάμη να ντραπής που του μίλησες.

Ήταν εποχή, ώ άνδρες, που Βουλές δεν λειτουργούσαν, τον Αγύρριον εν τούτοις να τον βρίζουν δεν αργούσαν τώρα πούχουμε Βουλή, επαινούν αυτόν που δίδει τον παρά τον πειό πολύ• κι' όποιος μερδικό δεν παίρνει, κρίνει άξιον θανάτου όποιον βουλευτάς πληρώνει να κερδίζη τη δουλειά του. Α’ ΓΥΝΗ 'Στην Αφροδίτη! μίλησες με φρόνησι μεγάλη.

Και δεν του μίλησες, μπάρμπ' Αναγνώστη! ηρώτησεν η γρηά-Κυρατσού. — Δεν πας εσύ να του μιλήσης, παρακαλώ; Και πού σ' αφίνουν οι αστυφύλακες να πλησιάσης εκεί, μέσα σ' εκείνην την φωταψία και πολυτέλεια, που φυλάνετην αράδα εκεί, σαν τους νιουδαίους. Εκεί, γρηά μου, για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια παλάμη ψηλό κολλάρο.

Μα απ' τους θεούς ως τώρα κάπιος κρατά από πάνου μου κι' εμένα το δεξύ του, που να διαβάτη τυχερό μού στέλνει ομπρός στη στράτα 375 τέτιονε εδώ όπως είσαι εσύ, καμαρωτός πανώριος, παιδί γονιώνε ζηλεφτών, με γνώση προικισμένοςΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Ναι, γέρο μου, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.

Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Παιδί μου, ναι όλα αφτά σωστά τα μίλησες και δίκια. Εγώ 'χω αθρώπους και πολλούςεγώ 'χω ναι και γιους μου 170 παράξιουςπου μπορούν να παν το μήνυμα να δώκουν. Μα το στρατό πολύ βαριά τον πλάκωσε φουρτούνα, τι από 'να ράμα κρέμεται η τύχη μας πια τώρα, :τάχα θα ζήσουμε ή γραφτό το ρέμα να μας πάρει.

Εσύ…» δίστασε για λίγο, έπειτα ανέβασε τη φωνή, «μίλησες γι’ αυτό με τον Τζατσίντο; Πες μου την αλήθεια.» «Όχι», είπε ψέματα με σταθερή φωνή: «σας ορκίζομαι, δεν μίλησα γι’ αυτό». «Πιστεύεις τότε πως του το είπε ο ντον Πρέντου;» «Έτσι πιστεύω, ντόνα Νοέμι μου.» «Κάτι ακόμη. Πες μου, γιατί έφυγες;» «Δεν ξέρω. Αυτό σκεφτόμουν την ώρα που μ’ έπαιρνε ο ύπνος.

Εμείς θα είμαστε στάχτη τότε. ΜΙΣΤΡΑΣΑς ταφίσωμε όμως αυτά. Περασμένα-ξεχασμένα! Δε μούπες ακόμα το λόγο που σ' έκανε ναναβάλης το ταξίδι σου. Είμαι πολύ περίεργος. ΦΛΕΡΗΣΈκαμες μόνος σου την προεισαγωγή χωρίς να το καταλάβης. ΜΙΣΤΡΑΣΤι θέλεις να πης; ΦΛΕΡΗΣΜου μίλησες για κείνο το κομμάτι του Ρώσσου μουσικού.

Τότες τ' απάντησε ο γερός παλικαράς Διομήδης 145 «Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια, μα η λύπη αφτή η βαριόκαρδη μου διαπερνάει τα σπλάχνα· μια μέρα ο Έχτορας θα πει μιλώντας μες στους Τρώες 'Κυνήγι το Διομήδη εγώ τον πήγα ως τα καράβια. Έτσι ίσως παινεφτεί... μα η γης ας με ρουφήξει τότες150

Είπε, και του την έδωκε στα χέρια του, κι' ο γέρος την πήρε με χαρά, κι' απέ τ' απάντησε διο λόγια 625 «Ναι, γιε μου, αφτά όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια· τι πια, παιδί μου, δε μ' ακούν τα πόδια, ουδέ χοιμούνε τόσο γοργά τα χέρια μου ζερβόδεξα απ' τους ώμους.