United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί γυρέβω ποίηση και γλώσσα; Μήπως για μένα τις γυρέβω; Την ποίηση και τη γλώσσα τις γυρέβω για τους άλλους, για τους άλλους πονώ και δουλέβω. Έλα, μικρό μου, το λοιπόν, ας αφήσουμε τη δόξα κι ας συλλογιστούμε μόνο την αγάπη. Την αγάπη να βάλουμε τώρα με το νου μας. Ο κόσμος αγάπη διψά. Είναι τόσοι δυστυχισμένοι, είναι τόσοι φτωχοί, είναι τόσες καρδιές πικραμένες. Έλα ναγαπήσουμε τον κόσμο.

Ο τοίχος του περιβολιού μου είναι χαμηλός και βλέπω πέρα πέρα κάμπους και πρασινάδες. Ο ουρανός από πάνω μοιάζει σα γαλανή πεδιάδα που κοιμάται. Δε γυρέβω να μάθω αν είναι πουθενά κανένας πλανήτης στον ουρανό καλήτερος από το δικό μας. Δε γυρέβω να μάθω αν υπάρχει πουθενά καμιά αιώνια πρασινάδα. Έρημος ο κάμπος για μένα κι ο ουρανός ερημιά. Ξέρω πως η αγάπη πουθενά πια δε θα καρπώση.

Μέσα στην καταχνιά θολοσκεπάζουνται, χάνουνται όλα και τίποτις πια δεν υπάρχει. Σα να μην είχε ουρανό και θάλασσα και καράβια. Λιγάκι ήλιο. παρακαλώ. Τώρα που δεν τη βλέπω, σταναχωριούμαι, και τη γυρέβω. Τεντωμένος ο νους μου, κουρδισμένος, τσιτωμένος, και τη συλλογιούμαι. Εγώ ξέρω. Ένα κομμάτι από δω, ένα κομμάτι από κει. Σκόρπια κατά γης. Έτσι είναι κ' η αλήθεια.

Αν είσαι παλικάρι εσύ, θέϊσσα αν έχεις μάννα, 280 μα σούναι αφτός ανότερος, τι πιο πολλούς ορίζει. Μα έλα, Αγαμέμνο, πάψε εσύ! Ναι, χάρη σ' το γυρέβω, μη το θυμό του, ας άναψε, συνεριστείς, που πάντα σαν κάστρο αυτός ασάλεφτο μας στέκει στους πολέμουςΤότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 285 «Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.

Κάποιος τώρα πρέπει να φανή. Το ροδάκινο που κρέμεται στον αέρα ψηλά, ποιος θα το κόψη; Ποιος θα ξεχωρίση θάλασσα κι ουρανό; Ποιος θα ζωντανέψη και τις πέτρες; Εκείνος θα γίνη «άλλος Ορφές». Ομπρός το λοιπόν, και μη φοβάστε. Άγαλμα θα του φτειάσουμε, σας λέω. Φέρνουμε και μάρμαρο από την Πάρο. Γιατί βγήκα στο ταξίδι και τι γυρέβω, δεν το κατάλαβα ακόμη.

Να κρύφτουμαι, να φοβούμαι από το φως, να μη γυρέβω τον ήλιο; Και ποιος μπορεί να μου πη τίποτις; Μπας δεν είμαι τριάντα τεσσάρω χρονώ άντρας; Να γίνης εσύ γυναίκα μου, στον κόσμο μπροστά, να παντρεφτούμε, και να μη χαρή η γις όλη; Ποιoς άραγες μπορεί να μη χαρή; Θα πειραχτή μήπως κανένας; Γιατί να μην το πούμε κανενός; Είναι ζωή αφτή που τραβώ; Να χάνουμαι για σένα, κάθε ώρα να σε ζητώ, να θέλω πάντα μου τα μάτια σου και τη φωνή σου, από πάνω ως κάτω να σε λατρέβη η ψυχή μου, και κοντά μου να μην είσαι; Δεν πρέπει λοιπό να σ' αγαπώ; Κάτι, κάτι λόγο θάχης.

Βαριέμαι να γυρέβω. Και με το συμπάθειο, θαρρώ πως η αρρώστια μου είναι κ' η δική σας αρρώστια. Σα δε γράφετε τη δημοτική, σα γράφετε τη μισή γλώσσα, δε θα πη διόλου πως η φαντασία σας συνεπαίρνει, πως η ποίηση σας τραβά στα ουράνια, θα πη πως ραχατέβετε και πως σας τρόμαξε η δουλειά.