Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Την είδες; ΦΛΕΡΗΣΉρθε και με βρήκε εχθές, ότι έφυγες. Μου είπε μάλιστα πως αν με ξανασυναντήση θα κάνη πως δε με γνωρίζει. Καταλαβαίνει τη θέση μου. Είναι γυναίκα μ' αισθήματα, γιατρέ. Πίστεψέ με. Δεν ξέρεις πόσο με συγκίνησε.... Από χθες έχω ένα βάρος στην καρδιά μου. Καταλαβαίνω πως της φέρθηκα άσχημα. ΜΙΣΤΡΑΣΠάει να πη την αγαπάς ακόμα. ΦΛΕΡΗΣΔεν στο κρύβω γιατρέ.

Έτσι, τα φυσικά φαινόμενα προσωποποιούνται συχνά, προεκτείνοντας το ανθρώπινο δράμα. «Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν: Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα, αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι

Την τελευταία φορά που τον είδα, φαινόταν ακόμα πιο χαρούμενος που με έβλεπε, και έδωσε μια μεγάλη γιορτή προς τιμή μου. Όταν τελειώσαμε το φαΐ, μου είπε, «Ξάδελφέ μου, ποτέ δεν θα μαντέψεις τι έκανα μετά την τελευταία σου επίσκεψη! Αμέσως μόλις έφυγες, έβαλα μερικούς άντρες να κτίσουν ένα κτίριο που σχεδίασα εγώ. Τώρα είναι τελειωμένο, και έτοιμο προς κατοίκηση.

Ποιος Διάβολος σ' έφερε πάλι εδώ; Ποιος Πειρασμός σ' έσπρωξε πάλι; Μεγάλη Βδομάδα σηκώθηκες κ' έφυγες απ' την πατρίδα; Τινάχτηκε από την καρέκλα του, σα δαιμονισμένος. — Πατρίδα, λέει; Ποια πατρίδα; Πατρίδα είν' αυτή; Δε λες καλύτερα γουρουνοστάσι; Μπορεί άνθρωπος να ζήση εκεί κάτω; Μ' αυτούς τους κλέφτες, τους αγιογδύτες; Μαύρη πέτρα πίσω μου!

Ήθελες, τάχα, να σαβανώσης το κορίτσι. Και την ώρα που το σαβάνωνες, μαύρισε το χέρι σου . . . και πως έβαλες τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίση. — Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπεν η γραία Χαδούλα . . . Κ' έκαμες κουτουράδα, κ' ήρθες, τέτοιαν ώρα . . . — Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάνα. — Και δεν σ' έννοιωσε το Κρινιώ, που έφυγες; — Όχι· κοιμάται.

ΣΤΑΥΡΟΣ Πάντα είναι σκληρός, όπως και τότε; ΑΝΝΟΥΛΑ Αχ! η ματιά του. θεέ μου, σε κάνει αυτή μονάχα ταπεινό, σε κάνει δούλο, σε κάνει τιποτένιο. ΓΙΑΓΙΑ Πες μου λοιπόν, παιδί μου, τόσον καιρό μονάχο, έρημο στα ξένα πώς τα πέρασες. Σε ποιο μέρος πήγες άμα έφυγες από δω; τι έκανες εκεί; ΣΤΑΥΡΟΣ Πώς τα πέρασα; Δε με κοιτάζετε.

Είμαι βέβαιος πως όταν έπαιρνες την απόφαση να φύγης από το σπίτι σου, νόμιζες εύκολη τη ζωή μέσα στον κόσμο. Το πως θα γύριζες όμως πάλι εδώ το φανταζόμουνα από την πρώτη στιγμή που έφυγες. ΣΤΑΥΡΟΣ Κι ως τόσο εσείς μου μηνύσατε.

Ακόμα μια φορά γύρισε κείνη που έρριχνε φως ιερό στην καθημερινή ζωή μας. Τα παιδιά μας τη χαρήκανε, όταν γυρίσαμε, κι ο μικρός Σβεν ανέβηκε στην αγκαλιά της μαμάς, στρυμώχτηκε σιμά της κ' είτανε τόσο ευτυχισμένος. — Βλέπεις, δεν έφυγες από το μαϊμουδάκι, είπε. Είχε τόσο θριαμβευτική έκφραση, σα να πίστευε πως χάρη του έγινε καλά η μαμά.

Γιατί όμως δεν έγραψες δυο λέξεις, δεν έστειλες χαιρετίσματα; Κι όμως τόσοι ήρθαν από την Αμερική!» Ο Έφις έκανε ν’ απαντήσει, αλλά είδε τη Νοέμι να γελά σαν να ήξερε κι εκείνη την αλήθεια, και έπαψε ακόμη πιο ταπεινωμένος. «Κι έφυγες έτσι, Έφις! Σαν να σ’ είχαμε προσβάλει, χωρίς να πεις μια λέξη, Έφις!

Εσύ…» δίστασε για λίγο, έπειτα ανέβασε τη φωνή, «μίλησες γι’ αυτό με τον Τζατσίντο; Πες μου την αλήθεια.» «Όχι», είπε ψέματα με σταθερή φωνή: «σας ορκίζομαι, δεν μίλησα γι’ αυτό». «Πιστεύεις τότε πως του το είπε ο ντον Πρέντου;» «Έτσι πιστεύω, ντόνα Νοέμι μου.» «Κάτι ακόμη. Πες μου, γιατί έφυγες;» «Δεν ξέρω. Αυτό σκεφτόμουν την ώρα που μ’ έπαιρνε ο ύπνος.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν