Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
— Έφυγες χωρίς να μας πης τίποτε, πατέρα, είπεν ο Βούγκος. — Έπρεπε να πάρω θέλημα από σας; είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Δεν ειξεύραμεν πού ευρίσκεσαι. — Ήτον ανάγκη να ξεύρετε; Εγώ πήγα εις την δουλειά μου. Και ουδείς πλέον ετόλμησε να είπη λέξιν. Η δευτέρα απουσία του Γύφτου διήρκεσεν άλλαις τρεις ημέραις. Και πάλιν ο Μάχτος, παρά πάσας τας υπονοίας του δεν εθάρρησε να είπη τι εις την Αϊμάν.
Είχες δεν είχες λοιπόν, έφυγες από την Ιταλίαν, και προχωρείς, ως μου γράφεις, προς βορράν, αγνοείς δε και συ ακόμη που θα σταματήσης, απαράλλακτα ως τα εκδημητικά εκείνα πτηνά, τα οποία διώκει εναλλάξ πότε το θέρος και πότε ο χειρών προς κλίματα ευκραέστερα.
Αφότου έφυγες, νύκτα και ημέραν σε ζητώ. Έμαθα πού ευρίσκεσαι. Όσον υψηλοί και αν είνε οι τοίχοι, θα τους υπερβώ, όσον στερεοί και αν είνε οι μοχλοί θα τους παραβιάσω. Θα έλθω να σ' εύρω, αδελφή μου· αισθάνομαι την δύναμιν ότι θα το κατορθώσω. Θα σ' εύρω, και θα έλθης μαζή μου, και θα ζήσωμεν μαζή εις μίαν άκρην της γης. Μακράν οι γονείς και οι αδελφοί, μακράν οι εχθροί και οι φίλοι.
Και τι σημαίνει αν έφυγες εκ του φοβερού εκείνου θεάτρου του πολέμου, όπου ο τρόμος διεδίδετο από τάξεως εις τάξιν; Διατί να σε ακολουθήση; Δεν έπρεπεν ο κνισμός του έρωτος να επηρεάση την στρατιωτικήν του δεινότητα, καθ' ην στιγμήν, χάριν αυτού και μόνου, το ήμισυ του κόσμου εμάχετο κατά του ετέρου.
Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Έφυγες και πήρες μαζί σου τις έγνοιες μου και τις λαχτάρες μου. Το Στρατή μαζί σου τον πήρες. Κι' απόμεινα ένα ξερό κουφάρι, μονάχος κι' απομόναχος. Ένα κουφάρι για πέταμα. Που ούτε να το πετάξης δεν αξίζει. Στοιχειό του στοιχειού. Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Ας μου τα κλείση τώρα ο Θεός... Έκλεισε τα μάτια του και δεν τάνοιξε πια.
— Αλλά διατί έφυγες; Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους ωχρούς οφθαλμούς της, έπειτα χαμηλώσασα την κεφαλήν, απήντησε: — Το ηξεύρεις . . . Πνιγόμενος από την υπερχειλίζονταν ευτυχίαν ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε να της εκφράση σαφώς τι ησθάνετο. Αλλ' ούτε και αυτός ενόει τι ησθάνετο. Ησθάνετο όμως ότι μαζί με αυτήν ενεφανίζετο εις τον κόσμον μία νέα καλλονή, όχι μόνον έν άγαλμα, αλλά μία ψυχή.
Η ντόνα Έστερ ξανακάθισε πλάι του κι εκείνος την αισθάνθηκε που έτρεμε ολόκληρη. «Α, Έφις», μουρμούριζε. «Εκείνος είχε τη ιδέα από τότε κι εσύ δεν έλεγες τίποτε; Και έφυγες; Γιατί όμως; Για να πω την αλήθεια, όλα αυτά μου φαίνονται σαν όνειρο. Εγώ ποτέ δεν έμαθα τίποτε: μόνο οι ξένοι έρχονταν να μου το πουν, μόνο οι ξένοι.
Ο ουρανός είναι κόκκινος, ψηλά επάνω από το λευκό λόφο. Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν. «Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι;» Εκείνος έπλεκε μια ψάθα και προσευχόταν.
— Τίποτε, εψέλλισεν ο Μάχτος αμηχανών. — Τρέχει τίποτε; — Όχι — Διατί ήλθες και έφυγες ευθύς; επέμενεν η Αϊμά. — Ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, είπεν ο Μάχτος. — Δεν κόβεις όσα θέλεις; Και ο Μάχτος επανελθών εις τον κήπον έδρεψεν ίον τι. — Αυτό μόνον ήτον; είπεν η νεάνις. — Βέβαια αυτό. — Και μ' ετρόμαξες. — Σ' ετρόμαξα; όχι, Αϊμά. — Πώς όχι;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν