United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξωθεν τείχοι υψηλοί και στερεοί, εν τω μέσω αυλή ύπαιθρος, τετράγωνος ή επιμήκης, επί της αυλής αι θύραι και τα παράθυρα των αποθηκών και των οικημάτων, η δε συγκοινωνία μετά του έξω κόσμου διά πύλης σιδηράς κλεισμένης την νύκτα.

Τώρα εστέκετο εις το επάνω επάνω σκαλοπάτι της όλης σκάλας και παρετήρει, ότι και εδώ δεν έφθανεν ακόμη αρκετά υψηλά, ώστε να βλέπη μέσα εις την φωλεάν, και ότι μόνον με το χέρι ημπορούσε να φθάνη εκεί επάνω· εξήτασε πόσον στερεοί περίπου ήσαν οι αποκάτω χονδροί συμπεπλεγμένοι μεταξύ των κλάδοι, οι οποίοι εσχημάτιζον το κάτω μέρος της φωλεάς και ερευνών ηύρε χονδρόν στερεόν κλάδον· ετινάχθη από την σκάλα επάνω εις αυτόν, εστηρίχθη επάνω εις τον κλάδον και είχε τώρα στήθος και κεφαλήν επάνω από την φωλεάν· εδώ τον προσέβαλλεν χείμαρρος πνιγηράς δυσωδίας θνησιμαίων· μέσα εις την φωλεάν ήσαν πρόβατα, αίγαγροι, πτηνά, τα οποία είχαν απομείνει εν σήψει.

Αφότου έφυγες, νύκτα και ημέραν σε ζητώ. Έμαθα πού ευρίσκεσαι. Όσον υψηλοί και αν είνε οι τοίχοι, θα τους υπερβώ, όσον στερεοί και αν είνε οι μοχλοί θα τους παραβιάσω. Θα έλθω να σ' εύρω, αδελφή μου· αισθάνομαι την δύναμιν ότι θα το κατορθώσω. Θα σ' εύρω, και θα έλθης μαζή μου, και θα ζήσωμεν μαζή εις μίαν άκρην της γης. Μακράν οι γονείς και οι αδελφοί, μακράν οι εχθροί και οι φίλοι.

Το όπλον του ήτο χάμω μέσα στο χιόνι κοντά του. Το ανεσήκωσε, ήθελε να πυροβολήση, αυτό δεν έπαιρνε φωτιά. Υγρά, πυκνά, ως στερεοί όγκοι χιόνων σύννεφα ήσαν σωρευμένοι μέσα εις την φάραγγα.

Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης· «Ω τέκνο μου, τι μ' ερωτάςαυτά και μ' εξετάζεις; δεν είσαι συ 'που σκέφθηκες η ίδια, να γυρίση ο Οδυσσέας και απ' αυτούς εκδίκησι να πάρη; 480 πράξε όπως θέλεις· και θα ειπώ κείν' οπού τώρ' αρμόζει. αφού τους εκδικήθηκεν ο θείος Οδυσσέας, ας γείνουν όρκοι στερεοί, να βασιλεύη εκείνος, κ' εμείς τον φόνο των παιδιών και των αυταδελφών των ας σβύσουμε από ταις καρδιαίς, ως πρώτα ν' αγαπώνται, 485 και πλούτη ας έχουν άφθονα και ατάραχην ειρήνη».

Ημείς όντες στερεοί εις την γνώμην μας μετά πολλές νουθεσίες που της εκάμαμεν, την αφήσαμεν, και εμισεύσαμεν προς την κατοικίαν μας.

Μόνη. Η Βεάτη εσκέφθη επί μικρόν. — Ποία είσαι; την ηρώτησε το αόριστον πρόσωπον. — Είμαι καλογραία. Ησθάνθην συμπάθειαν, όταν έμαθα διά σε. Αν ειμπορούσα να σε σώσω... — Αλλοίμονον, είπεν η φωνή. — Μην απελπίζεσαι. Έχε θάρρος. — Θάρρος... — Και σ' έχουν κλεισμένην απ' έξω; — Ναι. — Είνε οι στροφείς στερεοί; Δοκίμασε την θύραν. — Είνε πολύ βαρεία.