Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Τούτο το φοβερόν τέρας ήτον ένα Τελώνιον εναέριον από εκείνα τα πονηρά και ασελγή· ήτον μαύρον και φοβερόν, και εβαστούσεν επάνω εις το κεφάλι του μίαν πολύ μεγάλην κασέλαν γυάλινην, κλεισμένην με τέσσαρες κλειδονιές σιδερένιες· έφθασεν εις το λιβάδι, και απέθεσε την κασέλαν υποκάτω εις το δένδρον, εις του οποίου την κορυφήν ήσαν εκείνοι οι δύο Ρηγάδες, οι οποίοι βλέποντες τον κίνδυνον οπού ευρίσκοντο εστοχάσθησαν ότι είνε χαμένοι παντελώς.

Και ποίος κατοικεί του είπα εις εκείνο το παλάτι, που φαίνεται εις την άκρην του κάμπου; Ο βασιλεύς το έχτισεν, απεκρίθη αυτός, διά να κρατήση κλεισμένην εκεί την βασιλοπούλαν Σχυρίναν θυγατέρα του, εις της οποίας την γέννησιν οι Αστρολόγοι της έκαμαν το προγνωστικόν ότι μέλλει να απατηθή από έναν άνθρωπον, και να χάση την τιμήν της.

Μόνη. Η Βεάτη εσκέφθη επί μικρόν. — Ποία είσαι; την ηρώτησε το αόριστον πρόσωπον. — Είμαι καλογραία. Ησθάνθην συμπάθειαν, όταν έμαθα διά σε. Αν ειμπορούσα να σε σώσω... — Αλλοίμονον, είπεν η φωνή. — Μην απελπίζεσαι. Έχε θάρρος. — Θάρρος... — Και σ' έχουν κλεισμένην απ' έξω; — Ναι. — Είνε οι στροφείς στερεοί; Δοκίμασε την θύραν. — Είνε πολύ βαρεία.

Εις την απαίτησιν της μοναχής αντιπροέβαλεν η Αϊμά άλλην απαίτησιν: — Θα μοι είπης λοιπόν, κόρη μου; επανέλαβε μειλιχίως η ηγουμένη. — Θα μοι είπητε, μήτερ μου, απήντησεν αίφνης η Αϊμά, διατί με κρατείτε κλεισμένην εις το κελλίον τούτο; Η ηγουμένη, αν και ώφειλε να περιμένη τοιαύτην ερώτησιν, ουχ ήττον εθορυβήθη. Αλλ' η αμηχανία της στιγμάς μόνον ολίγας διήρκεσεν. Είτα αναλαβούσα είπεν·

Νέαις είνε πολλαίς εδώ μέσα, είπεν ο Τρέκλας παρωδών. — Δεν σ' ερωτώ δι' αυταίς που είνε εξ αρχής. Καμμίαν ξένην είδες; — Μου φαίνεται. — Την είδες λοιπόν; — Δεν ενθυμούμαι καλά. — Είνε ολίγαις ημέραις, δεν είν' έτσι; — Σαν να μου φαίνεται. — Και αυτή ευρίσκεται ακόμη εις το μοναστήρι; — Πιστεύω. — Εμβαίνεις μέσα κάθε μέρα; — Κάθε μήνα. — Θα την έχουν κλεισμένην, βέβαια. — Κλεισμένην;

Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.

Η ηγουμένη μοι υπεσχέθη να μοι είπη διά ποίαν αιτίαν μ' έχουν κλεισμένην, αλλά δεν την ξαναείδα. Την καλογραίαν, ήτις έρχεται, την παρεκάλεσα να της ειπή να έλθη, αλλ' αυτή μοι απήντησεν ότι δεν πρέπει να έχω αμαρτωλάς επιθυμίας. Τι εννοεί, δεν ειξεύρω. Είνε απορίας άξιον διατί μ' έχουν κλεισμένην εδώ.

Και αφού επλήρωσε την επιθυμίαν της, είδε και εβαστούσεν ο καθένας ένα δακτυλίδιον, και τους τα εζήτησε· και ως τα έλαβε τους έδειξεν αυτή μίαν αρμαθιάν οπού είχεν ενενήντα οκτώ δακτυλίδια, εις την οποίαν αρμάθιασε και εκείνα τα δύο και έγιναν εκατόν· ύστερα τους λέγει· βλέπετε πόσα δακτυλίδια έχω, τόσους λοιπόν αγαπητικούς εχάρηκα, και επλήρωσα την όρεξίν μου, έως τώρα ωσάν και εσάς, εις το πείσμα και γινάτι του αδιακρίτου και σκληρού Τελωνίου, που με φυλάττει κλεισμένην εις εκείνην την κασέλαν μέσα εις το βάθος της θαλάσσης.

Η νέα εκείνη εσταμάτησεν εις μίαν θύραν κλεισμένην, και κτυπώντας την εβγήκεν ένας Χριστιανός γηραλέος και σεβάσμιος· αυτή του έδωσε μίαν μονέδαν εις το χέρι, χωρίς να του ειπή τι· αυτός που ήξευρε τον σκοπόν της ευθύς της έφερε τρεις καράφες γεμάτες εξαίρετον κρασί. Ο βαστάζος τις έβαλε μέσα εις το ζεμπίλι, και ηκολούθει την νέαν γυναίκα.

Και ημείς εκ νέου εκτυπούσαμεν, και εκείνος κρατών κλεισμένην την θύραν απεκρίθη και είπεν· ω άνθρωποι, είπε, δεν ηκούσατε, ότι δεν έχει καιρόν; Αλλά, φίλε μου, είπα εγώ, ούτε εις τον Καλλίαν ερχόμεθα, ούτε σοφισταί είμεθα· ώστε μη φοβείσαι· ήλθομεν να ίδωμεν τον Πρωταγόραν, επειδή τον χρειαζόμεθα· ειδοποίησε λοιπόν.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν