United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΡΓΓΑΝ Να κόψω το ένα χέρι μου και να βγάλω το ένα μάτι μου· για να τραφή περισσότερο το άλλο! Προτιμώ καλύτερα να μην τραφή τόσο πολύ. Ωραία εγχείρησι να μείνω μονόφθαλμος και κουλός! Δεν έχω όρεξι για γέλια. ΑΡΓΓΑΝ τρέχει; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο γιατρός σας ήθελε να πιάση το σφυγμό μου. ΑΡΓΓΑΝ Μη χειρότερα! ενενήντα χρόνων άνθρωπος!

Και πρώτον θα διαιρεθή εις τέσσαρα μέρη ανά ενενήντα και έκαστον τίμημα πρέπει να φέρη ενενήντα βουλευτάς. Και πρώτον μεν από τα ανώτερα τιμήματα όλοι να φέρουν ψηφοδέλτια υποχρεωτικώς, ειδεμή να τιμωρήται με το ανάλογον πρόστιμον όστις δεν συμμορφώνεται. Όταν δε δοθούν τα ψηφοδέλτια, να σφραγισθούν.

ΠΛΟΥΤ. Αυτόν μεν, ω Ερμή, άφησε να ζήση και μετά τα ενενήντα έτη, τα οποία έζησε και να του χαρίσης άλλα τόσα, και αν δυνατόν ακόμη περισσότερα• τους δε κόλακάς του, τον νέον Χαρίνον και τον Δάμονα και τους άλλους όλους φέρε τους εδώ κάτω το ταχύτερον. ΕΡΜ. Αυτό θα φανή άτοπον.

Αχ! και πώς να μην το συλλογιστώ αμέσως; Ενενήντα δυο χρονώ γέρος. Εκείνος θα πεθάνη! Ήρθε η ώρα του. Ήρθε! ήρθε. Και πάει ο γέρος. Είδες πώς χωράτεβε, πώς έπαιζε κάτω στο τραπέζι μαζί μας; Ο Χάρος πίσω του στεκότανε και στραβοκοίταζε. Θα παλαίψη ο γέρος· είναι σαν το σίδερο. Μα τι θέλεις πια; Σώπασε το καρδιοχτύπι. Τι; Έγινε κιόλας; Να που ξαναρχίζει. Τι καρδιοχτύπι τρομερό!

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, 165 την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον· θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης. του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα, και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. 170 και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου, η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα. και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος 175 και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων· κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα, του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, 180 'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα.

Σήμερα έχουν μόνον ενενήντα». Ο άνθρωπος με είδε τόσο χλωμό πού μ' ελυπήθηκε και μ' επήρε εις το πλαγινό καφφενείο να πιω ένα ρακί. Εκεί μέσα σύχισι και βοή πολλή. Άλλοι έλεγαν πως είνε πανικός και πως θα περάση, και άλλοι πως οι σιδερόδρομοι και τ' άλλα χαρτιά του Γούστα δεν αξίζουν τίποτε και θα καταντήσουν γρήγορα εις το τίποτις.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Βλέπω, κύριε, πως με κυττάζετε με πολλή προσοχή. Τι ηλικίας φαντάζεσθε πως είμαι; ΑΡΓΓΑΝ Νομίζω πως θα είσθε, το πολύπολύ, είκοσι έξη ως είκοσι επτά ετών. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Χα! χα! χα! χα! χα! Είμαι ενενήντα . . . ΑΡΓΓΑΝ Ενενήντα! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι. Βλέπετε με τα μυστικά της τέχνης μου, πώς διατηρούμαι ακμαίος και εύρωστος. ΑΡΓΓΑΝ Για ενενήντα χρόνων πάρα πολύ νέος γέρος, μα την αλήθεια.

Και ου μόνον τούτο, αλλ' ήθελε να μη χάση και την ησυχίαν του. Είχεν εξοφλήσει ως ενόμιζεν. Επήρε χίλιους εκατόν ψήφους και εξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδούλες σωσταίς. Του ήλθε σχεδόν από ένδεκα δραχμάς, κατ' ακριβολογίαν από δέκα και ενενήντα έν λεπτά παρά έν κλάσμα η ψήφος.

Ο Επιστάτης άρχισε να διαβάζη· — &Δήμος Καναβιός&! ήρθ' από τ' Ανάπλι το βούλεμά του αθωτικό. Νάβγη, λέει, τέλεια ελέφτερος· σήμερα εικοσιτρείς, Σετέμπρης μήνας, έτος χιλιοστό οχτακόσια ενενήντα, και με γεια και το πράτιγο!.. — Με γεια και το πράτιγο! εσκούξαμε κ' εμείς οι άλλοι κατάδικοι, όλοι μ' ένα στόμα.

Η γιαγιά, γρηά γυναίκα, ενενήντα χρόνων δεν μπορεί να είναι ανήμπορη, γιατί ο πατέρας θυμόνει. Μη μιλήσετε, θα θυμώση. Μη γελάσετε, θα του πιάσουν τα νεύρα του. Μην πήτε αυτό, μη κάμετε εκείνο κρυφά από δω, μυστικά από κει, ψέματα αιωνίως. Τώφερεν ο έμπορος μ' αυτό το λογαριασμό. Είπεν ότι το εδιάλεξεν η μητέρα σας. Ο λ γ ί ν α. Πέντε πήχες, πέντε λίρες. Έ μ μ α. Ά! Τι ωραία!