Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Ποιος τάχα εχθρός απ' τη στεριά, διαβαίνοντας το Νείλο, θε νάρθη μέσ' στις χώρες του να τις αναστατώση και ποιος από τη θάλασσα θε νάβγη απ' το καράβι και σαν εχθρός θε να ριχτή στων Αιγυπτίων τα βώδια, ενόσω αυτές τις χώρες του φυλάει ο Πτολεμαίος ο ξανθομάλλης βασιλιάς με την παλληκαριά του; Κ' έχει την έννοια να κρατά και την κληρονομιά του και σαν μεγάλος βασιλιάς να την αυξαίνη ακόμα.

Κεγώ που πίστευα πως ο ίδιος ο δαίμονας μιλούσε, αισθανόμουν στο σώμα μου ανατριχίλλες. Αυτός ο διάλογος φαίνεται πως είχε πολλάκις επαναληφθή κιο δαίμονας αντί νάβγη, κορόιδευε. Ήτο από τα πειο πονηρά πνεύματα, ως έλεγαν οι παπάδες. Κιαφού με το καλό δεν υπάκουε, πολεμούσαν να τον αναγκάσουν με το ξύλο. Έδερναν τον κακομοίρη τον τρελλό, κεπίστευαν πως έδερναν το διάβολο.

Θάνε πράμα αληθινό, που δε σου βγαίνει από το νου σαν τακούσης, πως δε γίνηκε τάχαμου κείνα τα χρόνια. Εγώ το πίστεψα σαν τάκουσα· και το πιστέβω όπως σε βλέπω. Θα πιστέψης και λόγου σου, για δε μπορεί τέτιος λόγος νάβγη του κουτουρού. Δε μπορεί να ειπωθή παραμύθι, και να ειπωθή ψέφτικη ξεστόρηση, που δεν έχει τον τόπο της, και δεν έχει το γιατί της. Ή πώς λες και του λόγου σου;...

Ο Σιφογιάννης πέρασε όλο ταπόγεμα σταμπέλι του· κιόλη την ώρα καταγινότανε σε διάφορες μικροδουλιές, αλλά πραγματικώς δούλευε το μυαλό του και βασανιζότανε νάβγη από το φοβερό αδιέξοδο, που τον είχε βάλει ο Μόχογλους. Και τρόπο να γλυτώση δεν εύρισκε. Μόνο μια ελπίδα είχε· ότι ο Αγάς ήτο μεθυσμένος, ότι το μεθύσι του τον έβγαλε σαυτό που τούκαμε κιότι την άλλη μέρα θα το λησμονούσε.

Τι να κάμη ως τόσο, τόρριξε στο κρασί, κ' έτσι σα να μούδιασε η ματωμένη καρδιά του. Ο Δημήτρης ως τόσο σηκώθηκε νάβγη όξω. — Για πού; ρωτούν οι άντρες. — Να δούμε και τι χαμπάρια οι Τούρκοι. — Μα δεν είπαμε να μη δείξουμε πόλεμο; — Κι α δείξουν αυτοί; Κάποιος μας πρέπει να πάη και να δη το τι σκοπούς έχουν. Πηγαίνω εγώ.

Ιστορικό περιβόλι. Τη βλέπεις εκείνη τη Τζιτζιφιά; Στον καιρό μου οι κοπέλλες κρέμαζαν εκεί κούνιες και κουνιούνταν, και τραγουδούσαν τα πονεμένα τους λιανοτράγουδα. Η φωνή τους είταν καθώς και τώρα· ψιλή ψιλή και χαμηλή, σα να μην τολμούσε νάβγη έξω μ' όλη τη δύναμή της. Ίσως έχει κι αυτό το λόγο του.

Ο Επιστάτης άρχισε να διαβάζη· — &Δήμος Καναβιός&! ήρθ' από τ' Ανάπλι το βούλεμά του αθωτικό. Νάβγη, λέει, τέλεια ελέφτερος· σήμερα εικοσιτρείς, Σετέμπρης μήνας, έτος χιλιοστό οχτακόσια ενενήντα, και με γεια και το πράτιγο!.. — Με γεια και το πράτιγο! εσκούξαμε κ' εμείς οι άλλοι κατάδικοι, όλοι μ' ένα στόμα.

« Εγώ προςτα μεσάνυχτα, » Πριν νάβγη το φεγγάρι, »'Μπαίνωτη μέση του στρατού, » Πούτανε τρεις χιλιάδες, » Γυρίζω το στρατόπεδο » Για ναύρω τους Πασσάδες, » Με μόνο, μόνο το σπαθί »'Σ το χέρι, 'σα λεοντάρι. «'Βρίσκω 'ςτή μέση τη σκηνή. » Τη λαμπροστολισμένη. » Σηκόν' ολόρθον τον Πασσά. » Τον σφάζω.

Για να γλυτώσουν κιόλα οι άμοιροι από το κακό, και να γλυτώσουν από του μαβρο-Λίακα το βρυκολάκιασμα, πιάνουν και τον παίρνουν, και, μπροστά ο παπάς, πάνε στο κοιμητήρι νύχτα, κι ανοίγουν βαθύ λαγούμι, κατάβαθο, και τον πετάνε μέσα, ζεστόν ακόμα τον άμοιρο! Τον πετροχωνιάζουν κιόλα, να μη μπορή να κουνηθή. Να μη μπορή να ξεβρυκολακιάση και νάβγη πάλι στον Απανωκόσμο, ερημιά του !

Γιατ' είναι πράμα αστόχαστο να επιμένης πώς η γυναίκα δεν πρέπει να χειραφετηθή, δηλαδή δεν πρέπει νάβγη όσο της είναι βολετό από μέσ' από κάποια σκλαβιά, δεν πρέπει νάμπη όσο της είναι φυσικό μέσα στον κύκλο της σοφίας τον ολόφωτο γιατί τάχα τότε θα πάψη να είναι μητέρα και νοικοκυρά!

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν