United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


1872 . Τη νύχτα της 24 Γενναριού φάνηκε ο ουρανός σκεπασμένος με ένα κόκκινο χρώμα. Οι γραμματισμένοι τώλεγαν Βόρειο Σέλας. 1872, Απριλίου 15 την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου οι Οβραίοι έβρισαν το Χριστό. Χύθηκαν τότες οι Χριστιανοί κ' έδερναν κ' έσφαζαν κ' έριχναν τα σπίτια των Οβραίων. Και τόση ήτον η οργή των Χριστιανών που κατέβηκαν όλα τ' ασκέρια και δε μπορούσαν να τους κάμουν καλά.

Εκεί βροντοκυλούσανε τ' αστραποπέλεκα, ροβόλαγαν τα νερά, απολύονταν οι σιφούνοι, έδερναν και λάμπαζαν απ' άκρη σ' άκρη τον τόπο. Μα εκεί ψηλά λούζονταν και χόρευαν οι Νεράιδες· κλώθανε οι Μοίρες τη ζωή του ανθρώπου· μάντριζε ο Αράπης τα τάλλαρά του με το σιδερένιο τοπούζι του.

Κιως Αγάς ήτον απόλυτος κύριος της ζωής και των περιουσιών των ραγιάδων, μάλιστα τα χρόνια κείνα της γιανιτσαρικής αναρχίας, που και κατώτεροι Τούρκοι έδερναν και σκότωναν Ρωμιούς, χωρίς να δίδουν ή να χρωστούν λογαριασμόν σε κανένα. Ο Μόχογλους δεν ήτο από τους χειρότερους Τούρκους. Είχε κάμει φοβερά πράμματα, αλλ' είχε και καλές στιγμές.

Κεγώ που πίστευα πως ο ίδιος ο δαίμονας μιλούσε, αισθανόμουν στο σώμα μου ανατριχίλλες. Αυτός ο διάλογος φαίνεται πως είχε πολλάκις επαναληφθή κιο δαίμονας αντί νάβγη, κορόιδευε. Ήτο από τα πειο πονηρά πνεύματα, ως έλεγαν οι παπάδες. Κιαφού με το καλό δεν υπάκουε, πολεμούσαν να τον αναγκάσουν με το ξύλο. Έδερναν τον κακομοίρη τον τρελλό, κεπίστευαν πως έδερναν το διάβολο.

Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, 165 τ' ωραίο πλοίον έφθασετην νήσο των Σειρήνων ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος. έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη έγεινε• θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα. σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, 170 κάτωτο πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν. κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια• και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, 175 και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα. αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων• εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαντο κατάρτι ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του, και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. 180 και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει, 'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι• «ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα, το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας• 185 ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι, χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας. ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος• τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. 190 και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμετην γη την πολυθρέπτρα».

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος. Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ' έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα!