Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Όλα σε τάξι τάβαλεν ο Φοίβος με σοφία: εγέννησες ανώδυνα κανείς να μη σε νοιώση• μετά τη γέννα έβαλες στα σπάργανα το γυιό σου κ' εκείνος στέλνει τον Ερμή εδώθε να τον φέρη, και μόνος του τον έθρεψε μην τύχη και πεθάνη. Και τώρα κράτησε σιγή• μην πης πως εγεννήθη τούτο το τέκνο από σε και άφησε τον Ξούθο να παίρνη ευχαρίστησι μ' εκείνο που νομίζει.

Και μάλιστα όταν λάχη Νάναι παληοί των σύντροφοι... Εμείς, ανατολίταις, Σύγνεφα διαβατάρικα, όταν περνούμ' εδώθε, Ομέρ Βριόνη, μάθε το, χαλάζι φορτωμένοι Κι' αστροπελέκια φλογερά, δεν έχομετο νου μας Παρά πώς να πλατύνωμε την ερημιά, το μνήμα. Ούτε το σπόρο μεςτη γη, ούτε κλαρίτο λόγγο, Ούτε παιδί μεςτην κοιλιά θ' αφήσωμε να ζήση. Ως τα θεμέλια ο χαλασμός.

«Ο πάτερας σου ήτανε ταχυδρόμος και εγώ ταχυδρομικός σκύλος» είπεν ο Αγιόλας· «επηγαίναμε με την ταχυδρομικήν άμαξαν εκείθε και εδώθε και γνωρίζω και σκύλους και ανθρώπους πέρα από το βουνό. Δεν ήτο δουλειά μου να λέγω πολλά· τώρα όμως θα σου 'πω κάτι περισσότερον από άλλοτε, επειδή επί μακρόν χρόνον βέβαια δεν θα ομιλήσωμεν ο ένας εις τον άλλον.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155 όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοιατην Ιθάκη να φθάσω, καιτο σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα, πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».

Η Καρολίνα εισήλθε και εκάθησεν, ο Αλβέρτος πλησίον της, και εγώ επίσης· η ανησυχία μου όμως δεν με άφινε να κάθωμαι πολλήν ώραν εκεί· εσηκώθηκα, ήλθα εμπρός της, επήγα εδώθε κ' εκείθε, ξανακάθησα· ήταν στενόχωρη κατάστασις.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. 175 εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· «Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης, ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης; την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε 180 πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος· κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης».

Ω εσείς τρεις δρόμοι, και συ κοιλάδα απόκρυφη και πλούσιο δάσος και στενωπή στα τρία στενά, σεις που το αίμα ήπιατε του πατέρα μου, τάχα θυμάστε πόσα κακά σας έκαμα κ’ έπειτα εδώθε ερχόμενος ισάριθμα κακά έχω κάμει.

Εσειόταν κ' ετάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού αποκλαμοί ελάγκευαν εδώθεκείθε, εκουλουριάζονταν, ετίναζαν βέλη καταπάνω μου τ' ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα πού να με συλλάβουν! Και αν δεν ήξευρα καθόλου τα δολερά παιγνίδια του, ποτέ αν δεν είχα ακούσει τα καμώματα του, εκείνα τα σκέλεθρα που έβλεπα σφινομένα ψηλά ήσαν αρκετά να μου διδάξουν τον κίνδυνο.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τον φονευμένον του να σύρη κατά μέρος· κ' επάνω εις τον νεκρόν, αυτή του η τρέλλ' ακόμη, ως άδολο χρυσάφι μέσα εις αλλ' αχρεία μέταλλα, δείχνει την αγνήν του γνώμην· κλαίει διά την πράξιν του. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Εδώθε ας φύγωμε, ω Γελτρούδη!

Και τα νησιά, η Μήλος και η Ερημόμηλος που τρέφει τ' αγριόγιδα· πίσω η Σίφνος και η Σέρφος με τα παρδαλά γαϊδούρια της· η Νάξος παραπάνω με τους Βαραβάδες και η Πάρος με τα μάρμαρα· η Πόλυβος η καμπουρωτή και η Κίμωλος η σαλαμάντρα· η Σίκινος και η Φολέγαντρος εδώθε και κάτω τα Γερακούνια χωριστά, σαν κοτρώνα κυματοπλανημένη έπαιρναν ένα χρώμα κ' έδιναν μύρια, έπεφτε μιαν αχτίνα στο χαλίκι του γιαλού και του βουνού την πέτρα, στο γυαλί του δρόμου και το χορτάρι της πλαγιάς κ' επηδούσε χρυσορρόδινη θαμπερή φλόγα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν