United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε κ' ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακρυά- μακρυά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και αφού τον εκρέμασαν υψηλά- υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, έως ότου τον έκαυσαν.

Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιαύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένη απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι.

Και στην αμπελωτή Φρυγιά μούτυχε εγώ να σύρω, και Φρύγες είδα αμέτρητους με παρδαλά πουλάρια, 185 του ξακουσμένου Μύγδονα και του Οτριά τ' ασκέρια που τότες είχαν σύνοδο στου Σαγγαριού τους όχτους· τι πήγα εκεί βοηθός κι' εγώ κι' ενώθηκα μαζί τους το χρόνο που οι αντρόκαρδες πλακώσανε Αμαζόνες· μα τόσοι σαν τους Δαναούς δεν είταν μήτε εκείνοι190

— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο και καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ’ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.

ΓΕΛΩΤ. Ποία είναι η διαφορά μεταξύ ενός κακού και ενός καλού τρελλού; Ηξεύρεις, παλληκάρι μου; ΛΗΡ Όχι, αγόρι μου· μάθε μου την. ΓΕΛΩΤ. Όποιος είν' αυτός, που είχε σοφισθή κ' είπε να χαρίσης τα βασίλειά σου, φέρε τον εδώ, κοντά μου να σταθή· ή εσύ δι’ εκείνον στάσου. Δυο τρελλοί θα είναι τότ' εδώ εμπρός, ο κακός ο ένας κι’ άλλος ο καλός. Παρδαλά φορεί ένας, ο σκουφάτος· και ο άλλος νά τος!

Λαλούν η πέρδικες, γλυκά κι' ο ήλιος ’ς τη χαρά του Απλόνει μιαν αχτίδα του και ψηλαφίζει ο κλέφτης Τα παρδαλά τα στήθια τους κι' αυταίς αναγαλλιάζουν. Κατάκορφα ’ς τον ουρανό πετιέται κι' ο πετρίτης Ταητού πρωτοπαλλήκαρο, να βάψη τα φτερούγια Μες ’ς τον αθέρα της αυγής πριν έβγη ’ς την παγάνα.