United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βασιλιά της μεγαλήτερης και της μικρότερης χώρας του κόσμου, αν είχες την υπομονή να διαβάσης το τι κάμαμε, τι είπαμε, και τι είδαμε με το φίλο μας από δω, βέβαιο τόχω πως θα το σφαλνούσες το βιβλίο εκείνο που διαβάζεις, να μας χαρίσης και εμάς για μισήν ώρα ταυτί σου. Και θαρρώ πως Σε βλέπω και το σφαλνάς. Ένα πράμα μόνο να Σε ρωτήξω.

Κι αν τύχη και δεν υπάρχει μήτε ψωμί μήτε πείνα στη μέση, τίποτις ιερό, τίποτις όσιο δεν υπάρχει, κι ορίστε γιατί μήτε γράφεις, μήτε μαζεύεις μερικούς σαν και λόγου σου, να τους χαρίσης τη μάθησή σου, στο αίμα τους να τη χύσης, με συνείδηση και με τιμή να τους αρματώσης, πολίτες αληθινούς να τους κάμης, — διαβασμένε μου πατριώτη. Άλλος εκεί παρακάτω!

Σε μιαν απελπιστική μακαριότητα θα νυστάζαμε άνεργοι, γράφοντας συνταγές αρετής, αν δεν είχες προνοήσει από ευσπλαγχνία να μας χαρίσης το σώμα σου και τα πάθη του! Χάρις σ' εσένα γνωρίσαμε το ανθισμένο μονοπάτι της αμαρτίας.

Αμήν! είπεν ο καπετάν Γεωργάκης, εννοήσας ότι τούτο εσήμαινε: «να αποκτήσης πολλά, διά να χαρίσης αναλόγως». Ακολούθως ίππευσεν επί του μεγαλοσώμου ζώου, και ανέβη τον ανήφορον, δια τον Άι-Λιάν. Είτα επήγεν εις του παπά-Γερεμία, εξωμολογήθη, και δεν άφησε τίποτε που να μην το είπη, εκτός αν εξέχασε μερικά! Κατόπιν επέβη του ημιόνου, κ' εξεκίνησε διά το κτήμα του.

ΠΛΟΥΤ. Αυτόν μεν, ω Ερμή, άφησε να ζήση και μετά τα ενενήντα έτη, τα οποία έζησε και να του χαρίσης άλλα τόσα, και αν δυνατόν ακόμη περισσότερα• τους δε κόλακάς του, τον νέον Χαρίνον και τον Δάμονα και τους άλλους όλους φέρε τους εδώ κάτω το ταχύτερον. ΕΡΜ. Αυτό θα φανή άτοπον.

Νά τι είνε όλον το μυστικόν! προσέθηκεν η κόρη, και με έδειξεν εις τον τρυφερόν της καρδίας της τύραννον. — Ω! ω! . . ανέκραξεν εκείνος, έχομεν και μετοχάς, βλέπω, Μαριγάκι; και η φωνή αυτού ήτο μελωδίας αυλού μελωδικωτέρα, και μειδίαμα γόητος διέστελλε τα μυστακοφόρα του χείλη. Μου την εχάρισε σήμερα η κυρία. — Και συ . . θα την χαρίσης βέβαια εις τον Δημητράκη σου.

Απογύμνωσες τη διάνοιά σου για να μας δώσης της ιδέες της, την ψυχή σου για να μας χαρίσης την αγάπη της και το θυμό τηςκαι καταδέχτηκες απ' το μεγάλο σου έργο, απ' τη φωτιά, ν' αφήσης ν' ανάψωμε τον κεραυνό μας που σε σκοτώνει. Τώρα τελείωσαν όλα. Δεν έζησα παρά μια στιγμήμόνο χίλια χρόνιακι' είνε θλιβερό να πεθαίνη ένας Θεός νέος μέσα σ' ένα λαό σαν τους Έλληνες.

Επειδή δε ο Φαίδρος καθώς και οι άλλοι τον παρεκάλουν να ομιλήση κατά τον τρόπον που αυτός νομίζει πρέποντα. — Τότε, Φαίδρε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, θα σε παρακαλέσω ακόμη να μου χαρίσης τον Αγάθωνα διά να του κάμω ολίγας ερωτήσεις και έπειτα να ομιλήσω, αφού μείνω σύμφωνος μαζή του επ' αυτών. — Σου τον παραχωρώ ευχαρίστως, είπεν ο Φαίδρος, και ερώτα τον.

Ο ουρανός το θέλησε κι' έτζ' ήταν το γραφτό μου, Γιατί πολύ σ' αγάπησα, να βρω το θάνατό μου. Ζωής και του θανάτου εσύ έχεις τα κλειδιά Ωραίο πλάσμα φύσις· καρδιάς μου η καρδιά, Η φύσι σώχει δώκει καρδιά να μη πονάη, Τον άθρωπο που σκλάβος, θεά, σε προσκυνάει. Ζωή να μου χαρίσης, ή θάνατον πικρό, Από τα διο σου αχείλια ν' ακούσω λαχταρώ.

Σου χαρίζω την Μπαμπέττα, αν μου χαρίσης ζωντανόν τον αετιδέα! . . . είπεν ο μυλωθρός και εγέλα τόσον, ώστε εδάκρυζαν τα μάτια του. «Αλλά τώρα σε ευχαριστώ διά την επίσκεψιν, Ρούντυ», είπε· «αν εμφανισθής αύριον, αύριον δεν θα είναι κανείς 'στο σπίτι! Αντίο Ρούντυ!». Και η Μπαμπέττα είπε και αυτή αντίο, αλλά με τόσο παραπονιάρικο ύφος σαν ένα μικρό γατάκι, που δεν μπορεί να ιδή την μητέρα του.