United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπα, κ' ευθύς μου απάντησεν ο μάντης Τειρεσίας• 145 «εύκολος θα 'ναι ο λόγος μου και βάλε τοντον νου σου• όποιον αφήσης των νεκρώντο αίμα να σιμώση, κείνος αλήθειαις θα σου ειπή• και εις όποιον το εμποδίσης, εκείνον πάραυτα θα ιδής να φύγη απ' έμπροσθέν σου».

Βλέπεις ότι θα ήτο προτιμότερον ν' αφήσης ακίνητα τα ύδατα της Καμαρίνης και να μη εμπαίζης την αποφράδα, η οποία θα σου καταστήση όλην την ζωήν αποφράδα; ή έχεις ανάγκην και άλλων κοσμητικών; Εις πάσαν περίστασιν εγώ δεν θα παραλείψω να συμπληρώσω τον πανηγυρικόν σου.

Το χνάρι εχάσετε, σκυλιά, Δανοί προδόταις! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ταις θύραις σπάσαν. Εισέρχεται ΛΑΕΡΤΗΣ ωπλισμένος, ΔΑΝΟΙ κατόπι του. ΛΑΕΡΤΗΣ Πού 'ναι ο Βασιλέας; — Κύριοι, σεις όλοι μείνετ' έξω. ΔΑΝΟΙ Θε να μας αφήσης να εμπούμε. ΛΑΕΡΤΗΣ Μη με ακολουθήτε, αν μ' αγαπάτε. ΛΑΕΡΤΗΣ Ευχαριστώ σας· να κρατήτε την θύραν. — Βασιλειά ξεντροπιασμένε, δος μου τον πατέρα μου! ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αγάλι, αγαπητέ Λαέρτη

Ακριβή μου μητέρα, είπεν ο Κουλούφ, σε παρακαλώ να αφήσης ετούτος ο σκλάβος να έλθη μαζί μας· επειδή και είναι ένας πολλά επιτήδειος νέος, ο οποίος τραγουδεί πολλά εύμορφα, κάνει στίχους αιφνιδίως, και άλλα πολλά νόστιμα πράγματα, και της Κυράς σου δεν θέλει της κακοφανή ωσάν τον ιδεί. Η γερόντισσα δεν ωμίλησεν άλλο, παρά τους επήρε, και τους έφερεν εις το παλάτι της Κυράς.

Αλλά η Βραγγίνα τα κατάλαβε, τους ειδοποίησε, και μάταια ο Βασιληάς προσπάθησε να πιάση την Ιζόλδη με πονηρίες. Έπειτα από λίγο αγανάκτησε μ' αυτήν τη χυδαία ιστορία, και καταλαβαίνοντας ότι δε θα μπορούσε πεια να διώξη της υποψίες του, εκάλεσε τον Τριστάνο και του είπε: — Τριστάνε, φύγε από το ανάκτορο. Κι' όταν θα το αφήσης, μη σούλθη πεια η τόλμη να περάσης την τάφρο του και της γέφυρές του.

Αλλά δεν το εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον εξηκολούθησε: — Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είνε... μα το καλλίτερο είνε να τραβήξης το δρόμο σου να πας... Έδωκες το λόγο σου... είνε μεγάλη αμαρτία ν' αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.

Αδελφέ, ακολούθει με μη με αφήσης μοναχόν. Ο Σχαζηνάν του απεκρίθη ότι έρχομαι μαζί σου, όμως με τέτοιαν υπόσχεσιν, πως να γυρίσωμεν οπίσω όταν εύρωμεν ένα άλλο παράδειγμα μεγαλύτερον από το ιδικόν μας.

Δεν το μπορούσα. Κι απάνω στην απελπισία μου, άρπαξα το μόνο που μου ήρθε στο νου κ' είπα: — Μα το Σβεν μπορείς να τον αφήσης; Τινάχτηκε, σα να τη χτυπήσανε, κ' έπλεξε τα χέρια της απελπισμένα. — Όχι, όχι, δεν μπορώ. Πήγε τρεκλίζοντας στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με παρακάλεσε να την αφήσω μόνη.

Τι πράγμα; — Δεν μπορείς να πάγης; — Πού; — Εις το μοναστήρι. — Με τα σωστά σου το λες; — Δεν είνε τρόπος; — Ω διάβολε, τρόπος. — Ώστε θα μ' αφήσης εις την στενοχωρίαν; — Να ήτο στενοχωρία, ναι. Αλλ' αυτό δεν μου φαίνεται σπουδαίον. — Δεν σου φαίνεται; Νόστιμον. — Ας είνε όσον νόστιμον θέλει. — Ας αφήσωμε τα λόγια, είπεν ο Τρανταχτής. Θα υπάγης; — Διάβολε! επιμένεις, βλέπω. — Βέβαια επιμένω.

Απογύμνωσες τη διάνοιά σου για να μας δώσης της ιδέες της, την ψυχή σου για να μας χαρίσης την αγάπη της και το θυμό τηςκαι καταδέχτηκες απ' το μεγάλο σου έργο, απ' τη φωτιά, ν' αφήσης ν' ανάψωμε τον κεραυνό μας που σε σκοτώνει. Τώρα τελείωσαν όλα. Δεν έζησα παρά μια στιγμήμόνο χίλια χρόνιακι' είνε θλιβερό να πεθαίνη ένας Θεός νέος μέσα σ' ένα λαό σαν τους Έλληνες.