United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φίλε, είπεν η Ιζόλδη, ίσως τον άκουσα γρηγορώτερα απ' ό,τι νομίζεις. Αλλ' απ' όλες της μεριές μας τριγυρίζουν πονηρίες.

Όσοι δεν τους ακούν, ή δεν τους απεικάζουν, πηγαίνουν και λένε στον κόσμο πως να μη μας συνορίζεται και πολύ, γιατί η Σκλαβιά δε χωρατεύει, μπορεί και στα τέσσερα να σε κάμη να περπατής. Άκου τα, Σκλαβιά μου, και κλαίγε τη μοίρα σου, που δεν καθούσουνα στην αγαπημένη σου την Ασία, μόνο ορέχτηκες τον τόπο μας τον αχάριστο! Έννοια σου, και τέτοιες προφάσεις και πονηριές δε θα βρης εδώ μέσα.

Έκαμε κάθε τρόπο ο 'γούμενος να τον ξαναφέρη στα νερά του, είχε όμως να κάμη με χαραχτήρα διαμαντένιο, αλύγιστο και η πονηριές του σαν νερό, έσπαναν κ' εσκορπιόνταν ανίσχυρες απάνω στον ακλόνητο βράχο της αρετής του καλόγερου. Και τώρα ο καλόγερος δε βρίσκεται στο Μοναστήρι και όλοι θυμούνται τον χαραχτήρα και τα λόγια του, χωρίς κανένας να έχη το θάρρος να τονε μιμηθή.

Αφού περιπλανέθηκε από χώρα σε χώρα και μάζεψε με πονηρίες κάμποσα χρήματα, κατέβηκε ο Αριστίωνας στην Αθήνα κ' έκαμνε το Σοφιστή. Από Σοφιστής κατάντησε πολιτικός, κ' οι Αθηναίοι, που στο αίμα τους το είχανε να τους πιστεύουν τους τέτοιους, τόνε διώρισαν «Πρεσβευτή» να πάη να τους ενεργήση συμμαχία με το Μιθριδάτη! Δεν άργησε να γίνη στενός φίλος του Μιθριδάτη. Αυτή είταν η τέχνη του.

Ζάβωσε πολλούς ως τώρα κι' άλλους, τι και το Δία λώλανε μια μέρα πούναι απ' όλους 95 λεν πρώτος, άντρες και θεούς· μα να η Λωλιά κι' εκείνον τον γέλασε με πονηριές, και θηλυκό όντας πλάσμα, τη μέρα πούταν η ξανθή Αλκμήνη να γεννήσει το θεριοσκοτωστή Ηρακλή στη στεριοπύργω Φήβα.

Έπειτα, ορμώντας ξαφνικά από το μέρος που παραμόνευαν, άρπαξαν μια συνοδεία αμάξια του κόμητος Ριόλ. Απ' αυτή τη μέρα, αλλάζοντας πονηρίες και αντρεία, έρριχναν κάτω της σκηνές του, χτυπούσαν της εφοδιοπομπές, σκότωναν τους άντρες, και ποτέ δεν εγύριζαν στο Κάρχαιξ χωρίς να φέρουν κάποια λεία.

Μα πώς να κάμη; Ο δούκας Γκιλαίν αγαπούσε τον Πτικρού περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο, και κανείς δε θα μπορούσε, ούτε με παρακαλετά ούτε με πονηρίες, να τον καταφέρη να του το πάρη. Μια μέρα ο Τριστάνος είπε στο Δούκα: «Άρχοντα, τι θα δίνατε σε όποιον ήθελε ελευτερώσει τη χώρα σου από το γίγαντα Ούργκαν τον τριχωτό, που σας ζητεί τόσο βαρείς φόρους;

ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο! πως τους μισώ τους πονηρούς τους άνδρες, που φτιάνουνε το άδικο, κ' έπειτα το στολίζουν με πονηριές• μα προτιμώ καλήτερα ένα φίλον ανόητο, παρά κακόν οπού σοφός να ήνε.

ΙΩΝ Παύσε να πλέχης πονηριές! εγώ θα σε τσακώσω. ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου, τώρα έφθασααυτό που επιθυμούσα. Είν' αδειανό το κάνιστρο, ή πράματα έχει μέσα; ΚΡΕΟΥΣΑ Τα σπάργανα, που σ' άφησα μια μέρα τυλιγμένον. ΚΡΕΟΥΣΑ Αν ίσως και δεν σου τα ειπώ, ε τότε ας πεθάνω. IΩΝ Λέγε, είνε παράξενο το θάρρος όπου δείχνεις. ΚΡΕΟΥΣΑ Κύτταξε αυτό που ύφανα στα χρόνια που ήμουν κόρη.

Μα τέλος να βαριούνται σαν άρχισαν οι Δαναοί, τότες του λέει ο Αίας «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, ή σήκωσέ με ή εσένα εγώ· και πια ο θεός τι θάβγειΈτσι είπε και τον σήκωσε. Μα αφτός τις πονηριές του 725 δεν ξέχασε, μον του πατάει κλώτσο πιδέξο πίσω και σου τον φέρνει ανάσκελα, κι' αντάμα απάς στα στήθια του πέφτει. Σάστισε ο λαός κι' απόμεινε σαν τόδε.