United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τον καιρόν που την εκατέβαζον, επλησίασα εις εκείνο το μέρος, που απόθεσαν το ξυλοκρέββατον, και εν τω άμα που έκλεισαν την τρύπαν, άρπαξα τα ψωμιά και το νερόν της γυναικός, και της έδωκα ένα ράπισμα· αυτή από τον φόβον της απέθανεν ευθύς, ως τόσον εγώ έζησα και άλλας μερικάς ημέρας.

Χτες φτάσαμε στη νέα μας θέση κι άρπαξα την πέννα. Γυρεύεις τόρα, φίλη μου, τι λογής εντύπωση μου έκαμε ο καινούργιος για μένα αυτός τόπος; Πολύ όμορφη. Δε ξέρω, αν είνε ο ηλιολουσμένος Μάρτης, που του δίνει τόση μπόλικη ομορφιά, αλλ' ένα ξέρω μονάχα, πως είμαι ξετρελλαμένη. Ησυχία επαρχιώτικη, φως, ήλιος, χρώματα, αέρας. Και τι χαρά που έχουν όλα τριγύρω μας.

ΑΠΟΛΛΩΝ Πάντα μαζί μου τάχω Αυτή είν' η συνήθεια. ΘΑΝΑΤΟΣ Δεν είναι η συνήθεια• το τόξο σου επήρες, για να φυλάξης άδικα το σπίτι αυτό. ΑΠΟΛΛΩΝ Με θλίβει η συμφορά, που απειλεί αγαπημένον φίλον. ΘΑΝΑΤΟΣ Ώστε και δεύτερον νεκρόν θέλεις να μου στερήσης; ΑΠΟΛΛΩΝ Μήπως τον πρώτον σ' άρπαξα εγώ διά της βίας;

Πώς τα άρπαξα όλ' αυτά! — Αχ! δεν σκεπτόμουνα πως αυτός ο δρόμος θα με έφερνε εδώ! — Έσω ήσυχη σε παρακαλώ, έσω ήσυχη! »Είναι γεμάτα. — Κτυπάει δώδεκα! Ας γείνη λοιπόν! — Καρολίνα! Χαίρε! χαίρεΈνας γείτονας είδε την λάμψη της μπαρούτης και άκουσε τον κρότον επειδή όμως ήτανε ησυχία δεν έδωκε περισσότερη σημασία. Το πρωί κατά τας έξ εμπήκε ο υπηρέτης με το φως.

Κ' έτσι έκλεισα τα είκοσι χρόνια μου. Εψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάστου στην Έγριπο. Δώσε απάνωδώσε κάτω εφτάσαμε και στον κόρφο του Βόλου. Άρπαξα την περίστασι. — Τι λες καπετάνιε; κάνουμε την απόπειρα; — Ποια; — Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι; Εγέλασε ο καπετάν Στραπάτσος· εγέλασαν και οι άλλοι· εγέλασα τέλος κ' εγώ. Δεν ετολμούσα να κάνω τον σοβαρό.

Ο Τζατσίντο κατάπιε τα χάπια και χωρίς να ανασηκωθεί έσφιξε το κεφάλι με τα χέρια του. «Πόσο είμαι κουρασμένος, Έφις! Ναι, έχω μαλάρια: την άρπαξα κι εγώ, ναι! Πώς να μην την αρπάξω σ’ αυτό το κωλοχώρι; Τι χωριό, Θεέ μου!», πρόσθεσε σαν να μιλούσε στον εαυτό του, κουρασμένος. «Εδώ παθαίνει κανείς, εδώ παθαίνει….» «Σήκω», είπε ο Έφις σκυμμένος επάνω του. «Μην μένεις εκεί ξαπλωμένος.

Δεν το μπορούσα. Κι απάνω στην απελπισία μου, άρπαξα το μόνο που μου ήρθε στο νου κ' είπα: — Μα το Σβεν μπορείς να τον αφήσης; Τινάχτηκε, σα να τη χτυπήσανε, κ' έπλεξε τα χέρια της απελπισμένα. — Όχι, όχι, δεν μπορώ. Πήγε τρεκλίζοντας στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με παρακάλεσε να την αφήσω μόνη.

Έτσι αιστανότανε και γύρισε και με κοίταξε και δεν μπορούσα να της δώσω καμιά παρηγοριά. Γιατί στοχαζόμουνα πόσο κακά έκαμα να μην ακούσω τη φωνή της προαίστησής μου και να λυτρώσω και τους δυο μας από το να δούμε τα ερείπια της ευτυχίας μας. Μα δεν είχα την καρδιά να το πω κι άρπαξα το μπράτσο της και προχωρήσαμε στο νησί μακρήτερα.

Άρπαξα το γατί από το λαιμό, το ετίναξα εις την άλλη άκρη της κάμαρας και άρχισα να μιλώ δυνατά.

Θεοί κι' εμάς μας παραστέκουν. 440 Μον πάμε τώρα το φιλί στο στρώμα να χαρούμε· τι τέτια φλόγα στην καρδιά δεν ένιωσα ποτές μου, μήτ' όταν πρώτα σ' άρπαξα απ' την πανώρια Σπάρτη και με τα πελαγόδρομα ταξίδεβα καράβια και στην Κρανιά εκεί σ' έσφιξα στην αγκαλιά, όσο τώρα 445 σε λαχταράω κι' αποθυμιά γλυκιά με κυριέβει