Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Με της γυναίκες, Φασουλή, κατήφορον επήρες, μα δεν μου λες τι σούκαμαν κι' αυταίς η κακομοίραις;.. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Δεν μ' έβλαψαν εις τίποτε... ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μ' αυτά που λες, κλαψάρη, εγώ θαρρώ πως έψησαν 'στά χείλη σου το ψάρι.
Κ' εκείνος βλέπων ωσαύτως αυτήν, και μη δυνάμενος να την αναγνωρίση, — ήτο νυξ πλέον, και ήναψαν εδώ κ' εκεί φανάρια οι ναύται προς ευκολίαν της υπηρεσίας — επανηρώτησε: — Δεν με θυμάσαι; Δεν επήρες καμμιά φορά αλεύρι από το μαγαζί μου; Σήμερα έφθασα από την Αμερικήν και πάγω για το χωριό. Είμαι ο Λαλεμήτρος. — Ο Λαλεμήτρος! εκραύγασε τότε δυνατά η γραία, και ανηγέρθη πάραυτα.
ΑΠΟΛΛΩΝ Πάντα μαζί μου τάχω Αυτή είν' η συνήθεια. ΘΑΝΑΤΟΣ Δεν είναι η συνήθεια• το τόξο σου επήρες, για να φυλάξης άδικα το σπίτι αυτό. ΑΠΟΛΛΩΝ Με θλίβει η συμφορά, που απειλεί αγαπημένον φίλον. ΘΑΝΑΤΟΣ Ώστε και δεύτερον νεκρόν θέλεις να μου στερήσης; ΑΠΟΛΛΩΝ Μήπως τον πρώτον σ' άρπαξα εγώ διά της βίας;
Εμπρός, η λύρα σήμερα ας δώση και ας πάρη . . . σαν σήμερα, κυρία μου, μ' επήρες και σ' επήρα, σαν σήμερα εγίναμε αγαπητό ζευγάρι, κι' ενώθηκε η μοίρα σου με τη 'δική μου μοίρα. Σαν σήμερα ενοιώσαμε της αγκαλιάς της γλύκες, κι' ένας 'στον άλλον είπαμε: πού σ' ηύρα, πού με βρήκες!
— Δεν επήρες τo τετραβάγγελο, Παπά, που σου είπα; ηρώτησεν ο Κουμπής. Ο Πάπας έμεινεν άφωνος. Ο γραμματεύς επανέλαβε. — Δεν πειράζει. Έχω τετραβάγγελο. Ήναψαν κηρία, ευρισκόμενα εκεί υπό το εικονοστάσιον. Ο Φαναριώτης εστάθη όπισθεν του ζεύγους. Ο Παπάς ήνοιξε μηχανικώς το μικρόν ευχολόγιον, ή αγιασματάριον, που εκράτει, και ήρχισε να διαβάζη με ψίθυρον φωνήν τας ευχάς της ανομβρίας.
Αλλά τώρα που έγεινα πανί με πανί, επήρες αγαπητικό τον Βιθυνόν έμπορον κι' εμένα με αφήνεις έξω να κλαίω 'μπρός στην πόρτα σου την ώρα που εκείνον τον έχεις στην αγκαλιά σου και τον φιλείς και περνάτε την νύκτα μαζή και λες μάλιστα ότι είσαι και γκαστρωμένη απ' αυτόν. ΜΥΡΤΑΛΗ. Μούρχεται να σκάσω, Δωρίων, όταν σ' ακούω να λες ότι μου έστελνες πολλά και ότι εφτώχυνες εξ αιτίας μου.
Εγώ σου την αφίνω, του είπεν ο βασιλεύς, αν μου ειπής την αλήθειαν ποίος είσαι και διατί επήρες την μορφήν μου. Αυθέντη, του απεκρίθη εκείνος, επειδή και η βασιλεία σου κάνεις ετούτη, την χάριν, τίποτε δεν θέλω σου κρύψει, και διά να σε βεβαιώσω πώς δεν θέλω σου κρύψει την αλήθειαν, κάνει χρεία να λάβω την φυσικήν μου μορφήν.
ΑΔΜΗΤΟΣ Ω του μεγάλου μας Διός ευγενικό βλαστάρι, είθε να είσαι ευτυχής και να σε προστατεύη ο πατέρας που σ' εγέννησε. Γιατί εσύ μονάχος την τύχη μου μετέβαλες. Αλλ' όμως απ' τον Άδη πώς την επήρες και στο φως την έφερες του κόσμου; ΗΡΑΚΛΗΣ Πάλαιψα με τον Θάνατον, όπου τήνε κρατούσε. ΑΔΜΗΤΟΣ Και πού έγινεν ο αγών αυτός; ΗΡΑΚΛΗΣ Στον τάφο της απάνω ήμουν κρυμμένος, ώρμησα την άρπαξε στα χέρια....
Εκείνος ήσθμαινεν, ενώ εκείνη παρετήρει χάσκουσα το βάθος του σκοτεινού λάκκου. Ο τρομερός άνθρωπος έστρεψε προς τα επάνω την κεφαλήν, και σφίγγων τας σιδηράς κιγκλίδας εκόλλησεν επ' αυτών το πρόσωπόν του το οποίον ομοίαζε με βάτον, εντός της οποίας έλαμπον δύο ανημμένοι άνθρακες. — «Α! είσαι συ Ιεζάβελ; επήρες την καρδίαν του με τον τρυγμόν του υποδήματός σου χρεματίζουσα φορβάς.
Γιατί τα δάκρυά σου πίσω δεν θα σου φέρουνε εκείνην που εχάθη. Σκέψου ότι και των θεών τα νόθα κατεβαίνουν στον Άδη. Εκείνη ήτανε αγαπητή σε όλους και όταν ζούσε, αγαπητή και πεθαμμένη θα είναι. Γιατί πραγματικώς εσύ για σύζυγον επήρες την πλέον ευγενέστερην γυναίκα αυτού του κόσμου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν