Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Του παγωνιού το λόγιασμα επήρες και στολνιέσαι· Το κυπαρίσσι σ' έμαθε τόσο ίσιγα να σιέσαι. Σαν το γεράκι ελεύτερη πετάς στο σήκομά σου. Σαν περδικούλας του βουνού είν' το περπάτημά σου. Πού να σταθής, πού να βρεθής, χαροκοπάν οι τόποι, Και ξωτική βασίλισσα εσέ τηράν οι αθρώποι.

Αδίκως, ω πατέρα μου, επήρες την μητέρα, αφού δεν επροφθάσατε να φθάσετε ως το γήρας• τώρα έφυγεν η μάννα μας και πάει το σπιτικό μας. ΧΟΡΟΣ Άδμητε, ανάγκη να φανής στη συμφορά σου άντρας, γιατί δεν είσαι απ' τους θνητούς ο πρώτος αλλά ούτε ο τελευταίος, που έχασε τόσον καλή γυναίκα. Πως όλοι θα πεθάνωμε πολύ καλά το ξέρεις.

Πε μου για χάρι των θεών, για ποιόν μ’ επήρες, ανόητον τάχα ή δειλόν, κι αυτά μου κάμνεις ή μήπως τάχα νόμισες εγώ την πανουργίαν δεν θενά καταλάβαινα και θα εδεχόμουν; Τάχα μωρότατος δεν είσαι να πιστεύης, πως δίχως φίλους και λαόν θενά μπορέσης από τα χέρια μου τη βασιλεία ν’ αρπάξης όπου με χρήματα και φίλους αποκτούνε;

Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475 και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι•της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480 και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα• «ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου• εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485 τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».

ΛΕΑΙ. Μη ζητάς να μάθης περισσότερα• είνε τόσον αισχρά, ώστε, μα την Αφροδίτην, δεν θα σου πω τίποτε άλλο. Κρωβύλη και Κόριννα. ΚΡΩΒΥΛΗ. Βλέπεις, Κόριννα, ότι δεν είνε τόσον φοβερόν όσον ενόμιζες να γείνη ένα κορίτσι γυναίκα. Αυτό το έμαθες τώρα, αφού εκοιμήθης μ' ένα ωραίον νέον κι' επήρες μίαν μναν, το πρώτον σου κέρδος, με το οποίον θα σου αγοράσω ένα ωραίον κόσμημα.

Και το μισό βασίλειον, οπού επήρες προίκα δεν το ξεχνάς. ΡΕΓ. Παρακαλώ, εις την ουσίαν έλα. ΛΗΡ Ποιος έβαλετον φάλαγγα τον άνθρωπον αυτόν μου; ΚΟΡΝ. Τι είναι τα σαλπίσματα; ΡΕΓ. Θα είν' η αδελφή μου. Μου έγραψε ότι εδώ να έλθη δεν θ' αργήση. ΡΕΓ. Ήλθ' η κυρία σου; ΛΗΡ Αυτός ένας αχρείος είναι, που ’γέμισε αυθάδειαν κ' επάνω του το 'πήρε, αφ' ότου η κυρία του του έδωκεν αέρα.

Ήθελεν ο αρχιστράτηγος να ακολουθήση να επαινή την ευτυχίαν που τον εκαρτερούσεν, οπόταν ο Δαλήκ θυμωμένος τον αντίκοψε, λέγοντας· αντί να μου κάμης όλες ετούτες τες ανωφελείς υποσχέσεις και τους επαίνους, ημπορείς να μου κάμης την χάριν να μου επιστρέψης εκείνην την κόρην που επήρες. Ποίαν απεκρίθη ο αρχηγός.

Πονηρό θηλυκό κι' αυτή, μπήζει τις φωνές: — Γέρο-κολασμένε, δεν ντρέπεσαι το χρόνια σου, που ήρθες να μου πιάσης το μάγουλο! Τι μ' επήρες εμένα; Σαν αυτές, που ξέρεις; Έβγαλε το πασσούμι της και τον άρχισε στο ξύλο. Πετάχτηκε κ' η γυναίκα του που άκουσε τα λόγια της γειτόνισσας.

Αν όμως επέμενεν αύτη εις την απόφασίν της, τότε η Εφταλουτρού από των παραινέσεων μεθίστατο εις τας λοιδορίας, — Κακή και διεστραμμένη! Άσπλαχνη και αγλύκαντη! Μην είσαι δα τόσον υπερήφανη. Η κακή σου γνώμη θα σε βλάψη. Πολύ γρήγορα το επήρες επάνω σου. Δεν είδα γυναίκα ανόητη σαν εσέ.

Πολλές φορές τ' άκουα να παραμιλούν ωσάν να ωνειρεύουνταν μεγαλείτερα κομμάτια ψωμί. — Το όνειρο του ψωμιού το επήρες από την «Κόλασι» του Δάντε. — Το Δάντε δεν τόνε ξέρω. Ξέρω μόνο πως δεν υπάρχει χειρότερη κόλασι, παρά να βλέπης να υποφέρουν εκείνοι που αγαπάς και να μη μπορής να τους βοηθήσης.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν