United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε τόσο αλιώτικη, τόσο φοβερή, σαν κανένα φάντασμα. Γύριζε έτσι απάνου κάτου σ' όλο το σπίτι, κ' είχε το κουράγιο να βγη και στο δρόμο σε κείνη τη κατάντια. Μόλις την είδα, έμεινα. Της λέω, «δε ντρέπεσαι, Αννούλα, νάχης πένθος και να κάθεσαι να στολίζεσαι με λουλούδιαΚαι τι μου απάντησε; «Ίσα, ίσα, αφού έχω πένθος μέσα μου, πρέπει να στολίζουμαι απ' όξω». ΓΙΑΓΙΑ Καημένε και συ.

ΜΗΤ. Λοιπόν, Μουσάριον, εάν έχωμεν ανάγκην από υποδήματα και ο υποδηματοποιός ζητά το δίδραχμον, θα του πούμε• Χρήματα δεν έχομεν, αλλ' αντί για χρήματα λάβε μερικές από τις ελπίδες μας• το ίδιο πρέπει να πούμε και στον αλευράν• και αν μας ζητούν το νοίκι, περίμενε, να πούμε στο νοικοκύρη, έως ότου να πεθάνη ο Λάχης ο Κολλυτεύς και άμα γίνη ο γάμος σε πληρώνομεν• δεν ντρέπεσαι να 'σαι η μόνη εταίρα που δεν έχεις σκουλαρίκια, ούτε περιδέραιον, ούτε φόρεμα από ύφασμα της Τάραντος;

Να της ίσια που ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Λοιπόν κ' η Λέλα είτανε στο περιβόλι! Μαζί του! Της γνέφω δυνατά· στη στιγμή απάνω, να πάη στην κάμερή της. — Σήμερα πια θα μου την πης την αλήθεια. Σας είδα. Είσουνα μαζί του στο περιβόλι. Δεν ντρέπεσαι; Πες το, φτύς' το, ή ξαναρχίζω. Καρλή, εκείνο που δεν είναι, δεν μπορώ να στο πω. Είμουνα μόνη. Δεν είδα ψυχή. Πήγαινε, ο ίδιος να στο πη.

Αλλά πάλιν εις την πίεσιν εκείνην άλλαι σκέψεις αντέτασσον ανυπέρβλητα εμπόδια: «Δεν ντρέπεσαι, της έλεγε μία φωνή αυστηρά, που έχεις κόρη της πανδρειάς; ... Αυτόν, ως εχθές τον ήθελες για γαμπρόν, και τώρα! ... Δεν ντρέπεσαι; Τι θα πη το χωριόΈπιπτε τότε εις πικροτάτην αθυμίαν και στενάζουσα έλεγε: — Θε μου, και πάρε με να γλυτώσω ... να μη φύγη ο νους απού την κεφαλή μου!

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μην ντρέπεσαι, μην ντρέπεσαι Φορώντας το σαρίκι σου· στερνό το ρεζιλίκι σου. Χου! χου! χου! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θεέ μου! Παναγία μου! Τρελλάθηκε ο άντρας μου! Σέβας στον κύριο μαμαμούκο! Όπου κι' αν γυρίσω τα μάτια μου, όλο συμφορές βλέπω μπροστά μου. ΔΟΡΑΝΤ Μάλιστα, κυρία μου· θα δήτε το διασκεδαστικότερο πράγμα που μπορεί να γίνη στον κόσμο.

Καλά σου το λέει, ξενινιασμένε, είπε με θυμό η μάνα μου. Δεν πας όξω να βρης τσι σόγκαιρούς σου, μόνο κάθεσαι στο σπίτι με τσι γυναίκες, σα νάσαι κοπελιά; Δεν ντρέπεσαι μια ολιά! Όρμησα έξω, αλλά δεν πήγα μακριά· κιόταν σε λίγο έφευγε το Βαγγελιό, μείδε να κλαίω πίσ' από ένα δέντρο.

Πονηρό θηλυκό κι' αυτή, μπήζει τις φωνές: — Γέρο-κολασμένε, δεν ντρέπεσαι το χρόνια σου, που ήρθες να μου πιάσης το μάγουλο! Τι μ' επήρες εμένα; Σαν αυτές, που ξέρεις; Έβγαλε το πασσούμι της και τον άρχισε στο ξύλο. Πετάχτηκε κ' η γυναίκα του που άκουσε τα λόγια της γειτόνισσας.

Να σου και περνούσε κι' ο δήμαρχος. «Δεν ντρέπεσαι, μου λέει, Νικολάκη, να τα βάζης με τον παπά; Τράβα στη δουλειά σουΜου ανέβηκαν τα αίματα. «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Γυρίζω και τον κυττάζω: «Εγώ να ντραπώ; Να ντραπής του λόγου σου και με τις κλεψιές σου και με τα καμώματα της γυναίκας σου». Μην τα ρωτάς τι έγινε. Πέσανε να με σκοτώσουν.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Είσ' αρχοντικό φυντάνι, πάρε αυτό το γιαταγάνι. Ο ΜΟΥΦΤΗΣ Δώστε, δώστε με ραβδί, μισοφέγγαρο να 'δη. ΜΟΥΦΤΗΣ Μην ντρέπεσαι, μην ντρέπεσαι φορώντας το σαρίκι σου· στερνό το ρεζιλίκι σου. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ, μετ' ολίγον Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θεέ μου! Θεέ μου!

Τα μάτια του και τα δόντια του άστραφταν στο φως του δειλινού και το πρόσωπό του έγινε άγριο. «Πες μου, δεν ντρέπεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα, αρπάζοντάς του τα μπράτσα και καρφώνοντάς τον μες στα μάτια. Και ο Έφις ένοιωσε εκείνο το βλέμμα να του καίει τις κόρες των ματιών. Ένας βρόντος ήχησε μέσα στ’ αυτιά του. «Δεν ντρέπεσαι; Άθλιε, εσύ!