United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρπασαν από των χειρών του Βράγγη την μικράν παιδίσκην, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Ο Βράγγης έκλαιεν ως παιδίον. — Πάρε αυτό, γέρο, διά να παρηγορηθής! έκραξεν ο πρώτος των ιππέων ρίψας αυτώ βαλάντιον πλήρες χρημάτων. Ο Βράγγης κατεπάτησε το βαλάντιον με τους δύο πόδας του, και έτρεξε κλαίων κατόπιν των καλπαζόντων ίππων.

Αν τα έβλεπε έτσι, θα έπαυε να είναι καλλιτέχνης. Πάρε ένα παράδειγμα από την εποχή μας. Ξέρω ότι αγαπάς πολύ τα γιαπωνέζικα είδη. Τώρα πράγματι φαντάζεσαι ότι υπάρχουν Γιαπωνέζοι, όπως μας παρουσιάζονται στην Τέχνη; Αν το φαντάζεσαι, δεν κατάλαβες καθόλου τη γιαπωνέζικη Τέχνη. Οι Γιαπωνέζοι είναι το με σκέψη και αυτοσυνείδητο δημιούργημα μερικών ξέχωρων καλλιτεχνών.

Εδώ δεν είναι πέρδικες, δεν είναι μήτε κοτσύφια. Εδώ αηδονάκια μόνο κελαϊδούν στις φυλλωσιές. Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου... — Όμορφη κοπέλλα, της είπε γλυκά ο κυνηγός, εγώ δεν κυνηγώ κοτσύφια μήτε πέρδικες. Κ' εκεί που κελαϊδούν ταηδόνια είναι η λαχτάρα μου. — Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου.

Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί. Ο καρροτσέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα. — Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρης μαζί.

Εσυλλογίζετο η Φωτεινή· αλλ' εκείνο εσταμάτησεν εμπρός της σαν να ήθελε κάτι να της ειπή μ' εκείνο το παράξενο βέλασμά του. Η Φωτεινή έσκυψε και ήκουσε καθαρά. — Εγώ είμαι· όλο αυτό το μαλλί το εφύλαττα επάνω μου για σένα· πάρε το· είνε ιδικόν σου! Τι καλά, που έχω ψαλίδι επάνω μου, εσυλλογίσθη η Φωτεινή και ήρχισε να το κουρεύη.

Νά ένας κύκνος που στη θυμέλη έρχεται.— Έ κύκνε, συ! δεν πας τα κόκκινα ποδάρια σου αλλούθε να κινήσης; και αν με του Απόλλωνα τη λύρα έχης όμοιο τραγούδι, απ' τα τόξα μου κι' αυτή δεν θα σε σώση. Πάρε φτερό και τράβηξε στη λίμνη εκεί της Δήλου, κι' αν δεν πεισθήςεμένα θα τραγουδήσης γρήγορα τραγούδια ματωμένα.

Λοιπόν παραίτησε και συ, Ρωμαίε, τ' όνομά σου, και δι’ αυτό σου τ’ όνομα, που μέλος σου δεν είναι, εμένα όλην πάρε με. ΡΩΜΑΙΟΣτον λόγον σου σε παίρνω· 'πέ με αγάπην σου, κ' ευθύς μ' εβάπτισες εκ νέου· από εδώ κ' εμπρός εγώ δεν είμαι ο Ρωμαίος. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος ‘ς το σκοτάδι, και χώνεσαι ‘ς τα μυστικά κρυφομιλήματά μου;

ΓΟΝΕΡ. Αυτά θα ημπορούσες να μας τα λέγης, το πολύ, εάν τον είχες άνδρα. ΡΕΓ. Φυλάξου, τ' αναγέλασμα μη γίνη προφητεία. ΓΟΝΕΡ. Σιγά, και αλλοιθώριζε το 'μάτι 'που σου το 'πε. ΡΕΓ. Καλά δεν είμαι, ει δε μη, ν' αποκριθώ θα είχα, καθώς σου πρέπει! — Στρατηγέ, πάρε τους αιχμαλώτους και την κληρονομίαν μου και τα στρατεύματά μου κ' εμένα, — όλα πάρε τα, — τα πάντα ιδικά σου!

Έτσι το κάνουμε πάντα κι' έτσι έκαναν από τα παλαιικά χρόνια οι άνθρωποι της Κορνουάλης. Μολαταύτα αν ξέρης καμμιά πειο καλή μέθοδο, δείχ'τη μας. Πάρε αυτό το μαχαίρι, ωραίο αδέρφι. Θα την μάθουμε ευχαρίστως». Ο Τριστάνος γονάτισε και προτού κόψη το ελάφι, του έβγαλε το τομάρι. Έπειτα τεμάχισε το ζω, αφήνοντας τα κέρατα απείραγα.

Φίλη, σου αφήνω το Χουσδάν. — Φίλε, πάρε και συ αυτό το δαχτυλίδι. Και οι δυο φιλήθηκαν στα χείλη. Στο αναμεταξύ, αφήνοντας τους αγαπημένους στο ερημητήριο, ο Ογκρίν είχε βαδίσει με το ραβδί του μέχρι το Μοντ.