Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
— Να, πάρε, παιδί μου, αυτό, είπε μίαν ημέραν εις την εγγονήν του, και της έδωσεν ένα μεγάλο δέμα βαμβάκι· θα σου κάμη η μητέρα σου ό,τι χρειασθής με αυτό εις τον εργαλειό. Ξεύρεις και τι άλλο σου δίδω να πάρης μαζί σου; Σου χαρίζω το αγαπημένο σου γαϊδουράκι, διά να έρχεσαι συχνά, χωρίς κόπον να με βλέπης. Η Φωτεινή επήδησεν από χαράν.
Να στις βάλωμε μες το μαντιλάκι σου, θεια Ελέγκω;. . . -Πάρε κ' ένα κλωνάκι μυγδαλιά, θεια Ελέγκω, είπε ο Νίκος: για σένα τις κόψαμε. . . Όχι να μην κουβαλάω τώρα δέντρ' ολάκερα! Θα με βγάλη όξω ο εισπράχτορας-ξέρεις αυτοί δε χωρατεύουν. . . Κάθομαι και χασομεράω και θα μου φύγη ο τρεχιόδρομος. . . Νά τον ! ακούτε;, πλάκωσε κιόλας ο Βράκας. . . Γεια σας παιδιά μου ! νάχετε την ευκή μου!
— Σεΐζη, σιάσε τ' άλογο,... πάρε καλίγωσέτο,... Βάλτ' ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαμματένια, Βάλτου περίσσια την ταή, τη μεταξένια σέλλα, Και τα βαρηά τα φάλαρα, τι θάγω μοναχός μου. — Πού θε να πας, αφέντη μου, με τέτοιο κακοκαίρι; Η μέρα παίρνει να σωθή κ' έρχεται η μαύρη νύχτα, Ο κάμπος όλος έκλεισε και τα βουνά χιονίζουν.
— Κ' εγώ ήσκασα να καταφέρω τον Κεριάκο, είπεν ο Σερέτης· θαρρείς πως είν' εύκολα πράμματα, γούμενε; Θέλει να σ' ευκαριστήση μα και φοβάται το γέρω Κοντοπάνη. — Εσύ να τονε φέρης στου Μαρούπα, καθώς εμείναμε σύμφωνοι και τ' άλλα είν' εδική μου δουλειά. Αμέ ο παππάς ο Κρητικός; — Σύμφωνος· το δίχτυ έννοια σου είνε καλά βαλμένο, είπεν ο 'γούμενος και δε μπορεί παρέ να πιαστή.
Αλλά τώρα πάρε με όσον το δυνατόν γρηγορώτερα απ' εδώ μήπως με προφθάση ο σύζυγος μου επιστρέφων, ή μη μάθη ο Πηλεύς ότι άφησα το σπίτι του παιδιού του και μας καταδιώξη με τα γρήγορα άλογά του. ΟΡΕΣΤΗΣ Μη φοβείσαι το χέρι ενός γέροντος• ούτε τον υιόν του Αχιλλέως μη φοβηθής, που με ύβρισε.
— Δημήτρη του λέει· πάρε αυτή τη δεκάρα και την Κεριακή που θάρθω στο σχολείο με τον επιθεωρητή, εκεί που θα μιλούμε 'μεις, εσύ να έχης ένα κομμάτι παληόπανο να το κολλήσης από πίσω στο σουρτούκο του δασκάλου άκουσες; Το παιδί εχαμογέλασε. — Και σα με μαντατέψουνε; είπε. — Ποιος θα το κάμη που τονε σκοτώνω; Να κάμης καθώς σου λέω και θα σου δώκω κι' άλλη μια δεκάρα.
— Αφού ακρίβηναν ταλεύρια, Λαλεμήτρο, πάρε 'λιγώτερα σακκιά. Ετόλμησε να παρατηρήση η αθώα γυνή, μαλακύνουσα την αγωνίαν του συζύγου της. Αλλ' εκείνος θέλων να παίξη ίσως, θέλων να γελάση πιθανώς, ήνοιξε το στόμα του το κλειδωμένον έως τότε και είπεν: — Όπως έγεινε σήμερα ο κόσμος με τα βερεσέδια, καλλίτερα είνε να μην παντρεύεται κανένας!
Ακούσατε: «Είμαι όλη ιδική σου. Πάρε την καρδιά μου, το σώμα μου, την ζωήν μου, την ψυχήν μου, τα σπλάγχνα μου, τον έρωτά μου. Γλυκέ σύζυγε, δος μου την ζωήν ή τον θάνατον». Αλλά πρέπει να σημειωθή εδώ ότι εις την εποχήν αυτής ο χριστιανικός έρως αρχίζει να εκπίπτη εκεί όπου εξέπεσε και ο έρως της αρχαιότητος.
Πού βρίσκεται η όμορφη βασίλισσα; Κ' η Μαρία, ανοίγοντας τα μεγάλα της μάτια προς τον ουρανό, τούλεγε πάλι λυπημένα: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν φθάνουνε να ιδούνε ως τον έβδομο ουρανό. Τότε ο Πέτρος της χάιδευε τα ξανθά μαλλιά και της έλεγε: — Σαν ανεβούνε τα ματάκια σου απάνω στάστρα, μη μ’ αφήσης μοναχό μου. Πάρε με μαζή σου να ιδούμε την όμορφη Βερενίκη.
Μα πάρε εσύ στα χέρια σου την κροσσωτή μου αιγίδα, και σκιάζε σκιάζε σιώντας την των Αχαιών τ' ασκέρι. 230 Κι' έχε διπλά, προφυλαχτή, στον Έχτορα τα μάτια, το πάθος του πάντα άναβε στα στήθια, ως που οι Αργίτες τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο να φτάσουν κι' ως στα πλοία. Δική μου απέκει 'ναι δουλιά το τι θα πω ή θα κάνω, ξανά οι Αργίτες για να δουν απ' τον αγώνα ανάσα.» 235
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν