Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Κάλλια μέτρια στη γωνιά σου Μ' ευχαρίστησι καρδιάς σου, 220 Ή πολλά να αποχτήσης, Και με κίντυνα να ζήσης. Των γονέων της ορμήνιαις Μη ποτέ καταφρονάς· Είναι πάντα προς καλό σου, 225 Όσο αλλιώς εσύ αν φρονάς. Πραχτικού γερόντου γνώμη Ν' αφηκράζεσαι καλά· Έχει πράξι στα του κόσμου· Έπαθε, έμαθε πολλά. 230 Κάθε τι επιχειρίσου, Όσο είναι η δύναμί σου.

τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, 230την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του».

Και τότες πρώτος θάρρος 230 πήρε ξανά ν' αντισταθεί του βασιλιά Αγαμέμνου.

Και Τρώες και συμμάχους έχει πολλούς να σφάξω εγώ όπιον μου στείλει ο Δίας και τον προφτάσω τρέχοντας, πολλοί είναι πάλε Αργίτες για σένα εδώ όπιον δύνεσαι στη γης να στρώσεις χάμου. Κι' έλα ας αλλάξουμε άρματα, έτσι να δουν κι' ετούτοι 230 πως είμαστε αδερφοποιτοί απ' τους παπούληδές μαςΕίπαν, και χάμου πήδησαν, και το δεξύ τους χέρι πιάσανε ο ένας τ' αλλουνού κι' ορκίστηκαν αγάπη.

Είπε, κι' αφτοί αρκετοί ήθελαν να παν με το Διομήδη, θέλανε οι Αίιδες οι διο, τα θεοπαίδια τ' Άρη, τόθελε ο γιος του Νέστορα και τόθελε ο Μηριόνης, τόθελε και τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, 230 τόθελε ο αγονάτιστος Δυσσέας μες στους Τρώες να μπει, τι πάντα γύρεβε τον κίντυνο η καρδιά του.

Είπε, κ' εσύρθηκαν αυταίς, και το 'παν της παρθένας• κ' έπλαιν' ο θείος Οδυσσηάς μέσ' από το ποτάμι την άρμην απ' τους ώμους του πλατείς και από τα νώτα, 225 κ' έτριβε από την κεφαλή την άχνη της θαλάσσης. και άμα ελούσθη ολόβολος και με το λάδι αλείφθη, εφόρεσε τα ενδύματα, 'που του 'δωκε η παρθένα. κ' έκαμε αυτόν να φαίνεται, η διογενής Αθήνη τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του 230 σγουρήν την κόμην έσυρε, 'π' ώμοιαζε ανθούς του κρίνου, και ως όταν εις τον άργυρο χρυσάφι περιχύνη τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήνη έχουν διδάξει μ' εντέλεια, και φιλοτεχνεί χαριτωμένα έργα• όμοια και αυτούτην κεφαλή, 'ς το σώμα, έχυσε χάρι. 235 πήγ' έπειτα κ' εκάθισετης θάλασσας την άκρη• και άστραφτε χάρες κ' ευμορφιά• τον θαύμαζεν η κόρη• κ' είπετα καλοπλέξουδα κοράσια τότ' εκείνη•

'ς τ' αχρείον έργον άσφαλτα θεός την έχει σπρώξει, και δεν προείδε το κακόν ο νους της τυφλωμένος, το φοβερό, 'που βύθισε κ' εμάςτην λύπη πρώτο. τώρ', όλ' αφού μου ανάφερες τα καθαρά σημεία 225 της κλίνης μας, οπού θνητός άλλος ποτέ δεν είδε, ή συ κ' εγώ κ' η μοναχή θεράπαιν' Ακτορίδα, οπού ο πατέρας μώδιδεν ότε για δω κινούσα, και του θαλάμου στερεού μας φύλαγε την θύρα, έπεισες την καρδία μου, πολύ σκληρή και αν είναι». 230

Μα πάρε εσύ στα χέρια σου την κροσσωτή μου αιγίδα, και σκιάζε σκιάζε σιώντας την των Αχαιών τ' ασκέρι. 230 Κι' έχε διπλά, προφυλαχτή, στον Έχτορα τα μάτια, το πάθος του πάντα άναβε στα στήθια, ως που οι Αργίτες τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο να φτάσουν κι' ως στα πλοία. Δική μου απέκει 'ναι δουλιά το τι θα πω ή θα κάνω, ξανά οι Αργίτες για να δουν απ' τον αγώνα ανάσα235

Μα ο νους μας σε ξεφάντωμα και σε χαρές δεν είναι, Μον βλέποντας βαρύ κακό φοβούμαστε, αρχηγέ μου, και τρέμουμε· τι είναι άγνωστο: θα μας σωθούν τα πλοία, 230 ή θα χαθούνε, εξόν εσύ κοντάρι αν ξαναπιάσεις.

Κ' η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκ' άλλο• απ' όπου επίναν, 'ς το κρασί τους έρριξε βοτάνι, 220 αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει. εις τον κρατήρα όταν σμιχθή, όποιος τα καταπίνη ολημερής δεν δύναται δάκρυ να στάξη κάτω, ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα, και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του 225 του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράη• τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα, χρήσιμα, 'που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα Πολύδαμνα, 'ς την Αίγυπτο, 'που βότανα έχει πλήθος, πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα. 230 ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα. και μέσ' αφού το έρριξε κ' είπε να τους κεράσουν, πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε•

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν