United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπα, Παναγία μου! ανέκραξε, προσηλούσα τον μονάκριβον αυτής οφθαλμόν εις τας προμηθείας του συζύγου της, τι τα ήθελες όλ' αυτά τα πράγματα, Ορέστη; — Πώς, τι τα ήθελα; και τι θα φάγουν το λοιπόν οι προσκεκλημένοι; — Τι θα φάγουν; μη δα τους έχομεν τραπέζι; — Δεν τους έχομεν τραπέζι, αλλά θα ήνε άνοστον πράγμα να τους αφήσωμεν να φύγουν νηστικοί, . . . περασμένα τα μεσάνυκτα.

Κ' η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκ' άλλο• απ' όπου επίναν, 'ς το κρασί τους έρριξε βοτάνι, 220 αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει. εις τον κρατήρα όταν σμιχθή, όποιος τα καταπίνη ολημερής δεν δύναται δάκρυ να στάξη κάτω, ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα, και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του 225 του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράη• τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα, χρήσιμα, 'που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα Πολύδαμνα, 'ς την Αίγυπτο, 'που βότανα έχει πλήθος, πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα. 230 ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα. και μέσ' αφού το έρριξε κ' είπε να τους κεράσουν, πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε•

Εις εμέ, παρευρεθέντα κατά τύχην εκεί, το πράγμα εφαίνετο παράξενον, όσον ήθελε φανή εις μαθητήν της γ' τάξεως επαρχιακού γυμνασίου, δραπετεύσαντα άμα τη ενάρξει των μαθημάτων, εις το μέσον του έτους. Αλλ' η εξαδέλφη μου Μαχούλα ήξευρε τι έκαμνεν. Ένα υιόν, μονάκριβον, τον είχεν. Και είχε τεσσάρας κόρας μικράς, των οποίων η μεγαλειτέρα ήτον ήδη δεκαέξ χρόνων.

Ότι δε τοιούτοι υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο των εφημερίδων, αι κορυφαίαι της πρωτευούσης ως και το μονάκριβον περιοδικόν, δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου.

Πότε τα είχε με την ράπτριαν, η οποία δεν εφύλαξε την υπόσχεσίν της, και πότε με τον μονάκριβον της Σύρου κτενιστήν Αναστάσην, διότι εβράδυνε να έλθη, ή ετόλμησεν ο αχρείος να της προτείνη να την κτενίζη από το μεσημέρι, διότι δεν του επερίσσευε καιρός το εσπέρας.

Οι λειτουργηθέντες χωρικοί αντί, ως πάντοτε, να εισέλθουν εις την αγοράν και να σκορπισθούν κατά ομάδας εις τα οινοπωλεία και τα μαγειρεία, ευάριθμοι δε, πέντε-δέκα, εις το μονάκριβον καφενείον, τόρα έμενον συνηθροισμένοι επί της μικράς πλατείας, αριστερά του ναΐσκου. Αι γυναίκες, με τας ποικιλόχρους ενδυμασίας των κατείχον μετά των παιδίων τα υψηλότερα μέρη.

Ώρα κακή, που ο Καιρός χειρότερην δεν είδε εις το ταξείδι το βαρύ του μακρυνού του δρόμου! Ένα το είχα μοναχόν, μονάκριβον παιδί μου, αυτό η μόνη μου χαρά, παρηγορία μόνη, κι' ο Χάρος απ' τα 'μάτια μου, ο άπονος, το 'πήρε! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ω πίκρα! ω πικρή, πικρή, κατάπικρη ημέρα! ημέρα βαρυορίζικη, πικρή, πικρή ημέρα, οπού πικρότερην ποτέ δεν είδα ‘ς την ζωήν μου!

Ο Πρόσπερος παιδεύει τον βασιλέα της Νεάπολης με την βεβαιότητα ότι έχασε τον μονάκριβόν του κληρονόμο· εις τους άλλους δύο κακούργους δίνει αφορμή να φανερώσουν τες πλέον κρυφές βδελυρές επιθυμίες της ψυχής των, και έρχεται ώρα, που με τούτο το φρικτό μυστικό αυτός θα πληγώση θανάσιμα την αναίσθητη συνείδησή τους· η τιμωρία λοιπόν είναι όλη ηθική, και παρμένη από την ίδια φύση των υποκειμένων, που την υποφέρουν.