United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δυο μέρες τονέ γυρεύαμε. Πήγε κι' ο νους μου σε κακό, μην τονέ σκοτώσανε μαθές, μη σκοτώθηκε μοναχός του. Ο λοστρόμος με λυπήθηκε. «Να ιδής, μου λέει, καπετάνιε, πως μας τώστρηψε ο Αγγελής. Είνε γυρισμένος στην πατρίδα με το βαπόρι». Δεν έβαλα προσοχή στα λόγια του. Γιατί μαθές να γυρίση στην πατρίδα; Μήπως τον κακοπήραμε; μήπως του κακομίλησε κανένας; Εμείς τον είχαμε μη στάξη και μη βρέξη.

Αχ, αϊτός μαθές είνε, και την αρπάζει την ακριβή μας και πετάει απάνω από κύματα κι από βουνά να τη σφαλήξη μες στη φωλιά του την πλουμιστή μας την περιστέρα. Γαρουφ. Να μη σ' ακούση, κερά μου, το κορίτσι, και στάξη δάκριο απάνω στα νυφικά της. Κοίτα την, κερά μου, και πες μου αν είδες ποτές σου τέτοιον ήλιον να λαμπροφέγγη.

Πες μου όμως αν είδες εκεί χειρότερα γουρουνοχώρια από τους φτωχικούς μαχαλάδες των Αθηνών ή άλλη τέτοια Βάθεια πουθενά; Το καλοκαίρι σκόνη με την κουτάλα· νερομαζώματα και λάσπη ως το γόνατο άμα στάξη ο ουρανός, και σε κάθε δρόμο μια φρακτή ή άφρακτη μάνδρα, ο απόπατος όλης της γειτονιάς!

Ένας δικηγόρος κωμικώτατος με γυαλάκια και μουστακάκια ποντικοφαγωμένα, ένας φαρμακοποιός, κοντός και μελαγχολικώτατος σα μουσίτσα, σαν κανένας ήρως των μυθιστορημάτων του Ντουμά περ, ένας φαφλατάς άεργος, που κουνά πάντα τόνα ποδαράκι του απάνω στ' άλλο, ένας ψηλός υπάλληλος, άλλος κοντός, τέτοιος άλλος μισότριβος, άλλος γεροντάκι. Και κάτι αξιωματικοί κοντορεβιθούληδες μη στάξη και μη βρέξη.

Μην τα ξεσυνερίζεσαι του Πανουριά τα λόγια. Θυμήσου, Διάκε, μοναχά πως άδειασεν η φλέβα Του δύστυχου του γένους μας, και μια ρανίδα τώρα, Αν στάξη από το αίμα μας ’ς τη γη χωρίς ελπίδα, Αντί νάναι μνημόσυνο, μπορεί νάναι κατάρα. Ξέρω τι κρύβειςτην καρδιά, γνωρίζω τι θα κάμης.... — Ποιος μ' εμαρτύρησεεσάς;

Τόσο γκαρδιακά την είχε παρμένη την τύχη του αδερφού του στα χέρια του, από τότες που του προξένεψε τη Βασιλική για γυναίκα, και τους νοιαζότανε και τους δυο σαν παιδιά του, να μη βρέξη και να μη στάξη, χήρος όντας αυτός και δίχως παιδί. Θάμα μα την αλήθεια που δεν του ήρθε και ξαφνικό. Όλα τα δαιμόνια της υποψίας ξυπνήσανε μέσα στον ταραγμένο του νου και τούσφαζαν άντερα, συκώτια, καρδιές.

Αν τα ξέρει, πώς μπορεί να κατηγορήση τον Αργύρη τον Εφταλιώτη για πράματα που πρώτος τα φταίει, αφού θαρρεί πως είναι φταίξιμο, ο Κωσταντίνος ο Μεγάλος; Ή μήπως τα ξέρει, και μας λέει άλλα κι ανακατέβει στο ζήτημα καθολικούς και προπαγάντες, για να μας στάξη φαρμάκι περισσότερο, κ' έτσι, αν μπορεί και δίχως να φαίνεται, να μας τα κάμη όλα φαρμάκι, ως και το ζήτημα; Τότεςδε θέλω πολλά να πω και το λέω χωρίς πίκρα καμιάτέτοιοι τρόποι δε μου φαίνουνται όμορφοι, είναι λίγο επιστημονικοί, και θαρρώ πως καλά θα κάμη να το συλλογιστή ο κ.

Η κυρά-Κονόμισσα, η αγαθή πρεσβυτέρα του, μία φιλάσθενος και ολοκίτρινη γυναίκα, αποθνήσκουσα, την άφησε την Κουκκίτσαν της, επάνω εις το πετραχείλι του παπά της, βρέφος εις τα σπάργανα, και την εμεγάλωσε μόνος του ο παπά Κονόμος οπού ήταν τώρα δεκαεπτά ετών δροσεροτάτη παρθένος, σαν μια ελήτσα φουντωτή. Και την είχε μη στάξη και μη βρέξη ο γηραιός εφημέριος.

Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ 190 να στάξητην γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει. αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε• Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας, αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. 195 ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος• ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις, και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». 200

Την κόρην της την ανέτρεφεν η φιλόστοργος μήτηρ «μη στάξη, μη βρέξη» αυτή πονούσα, αυτή κοπιάζουσα και περιέπουσα αυτήν με την άλλην ψυχήν της την δευτέραν, ως είπομεν, την πραείαν ως Χερουβίμ. Την είδον ποτε να ξενοδουλέψη, να υπερβή το κατώφλιον του σαθρού οίκου; Ήτο αυτή ικανή να την ζήση, να την μεγαλώση.