United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ηδύνατο να είναι ο Ραββάν Συμεών, ο υιός του Ιλέλ και πατήρ του Γαμαλιήλ, όστις δεν θα ήτο τόσον γηραιός κατά την εποχήν εκείνην. Κατά πολύ ισχυρότερον λόγον δεν ήτο ούτε ο Συμεών ο Δίκαιος, όστις επιστεύετο ότι είχε προφητεύσει την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ και ο οποίος ήτο ο τελευταίος επιζών εκ του μεγάλου Συνεδρίου.

Αλλ' υπήρχεν ο γηραιός Βελισάριος, προ πολλού αποχωρήσας της ενεργού υπηρεσίας, και αυτός κατά πρόσκλησιν του Ιουστινιανού ανέλαβε την άμυναν της πρωτευούσης. Μετά στρατού πολύ μικρού εκ νέων εντελώς αγυμνάστων, ως επί το πλείστον αγροτών των περιχώρων της Κωνσταντινουπόλεως, ο Βελισάριος ενίκησε και έτρεψεν εις φυγήν τους εχθρούς.

Εξ εναντίας τον υιόν της Θέτιδος Αχιλλέα ετίμησαν τοποθετήσαντες αυτόν εις τας νήσους των μακάρων, διότι ούτος, καίτοι γνωρίζων παρά της μητρός του ότι ήθελεν αποθάνει εάν εφόνευε τον Έκτορα, ενώ αν δεν τον εφόνευε θα επανήρχετο εις τον πατρικόν του οίκον όπου θ' απέθνησκε γηραιός, εν τούτοις ετόλμησε να προτιμήση όχι απλώς ν' αποθάνη υπέρ του εραστού αυτού Πατρόκλου βοηθών αυτόν, αλλά τελευτήσαντος τούτου, ν' αποθάνη κατόπιν αυτού εκδικών τον θάνατόν του.

Η κυρά-Κονόμισσα, η αγαθή πρεσβυτέρα του, μία φιλάσθενος και ολοκίτρινη γυναίκα, αποθνήσκουσα, την άφησε την Κουκκίτσαν της, επάνω εις το πετραχείλι του παπά της, βρέφος εις τα σπάργανα, και την εμεγάλωσε μόνος του ο παπά Κονόμος οπού ήταν τώρα δεκαεπτά ετών δροσεροτάτη παρθένος, σαν μια ελήτσα φουντωτή. Και την είχε μη στάξη και μη βρέξη ο γηραιός εφημέριος.

Ο γηραιός στρατηγός διέταξε να του ετοιμάσουν έν φορείον και μέχρις ότου ετοιμασθή τούτο, εκλείσθη μετά της Πομπονίας εις την πινακοθήκην. — Άκουσέ με, Πομπονία, είπεν ούτος· πηγαίνω εις του Καίσαρος, αν και πιστεύω ότι το διάβημα τούτο είναι μάταιον.

Και εξήλθε του ναού, εν ώ ήδη ο γηραιός εφημέριος μεγαλοπρεπώς στας προ των αγίων πυλών, ολόχρυσον ημφιεσμένος στολήν πολύτιμον, αρχαίαν, βυζαντινήν, και κρατών δύο λαμπάδας ανημμένας εις τας χείρας του, έψαλλεν ευμόλπως με φωνήν κροτούσαν ηχηρώς: — Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός!

Τέλος των πλείστων τα αγγεία επεσκευάζοντο, ολίγοι τινές ανυπόμονοι τ' απέσυρον προ της ώρας, αδιόρθωτα, και μερικοί επολεμούσαν μόνοι τους να τα διορθώσουν. Κ' ενώ είς μόνον βαρελάς εβασίλευεν εις την πολίχνην, εκ πολλών χρόνων, κανείς δεν απεφάσιζε να μάθη την τέχνην. Μόνον είς, γηραιός άνθρωπος, εξηντάρης, ο μπάρμπα-Δημητρός ο Τσουμπός, παρουσιάσθη ζητών να την μάθη.

Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι «αν ήθελαν να με κάμουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι . . . » Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν το ολίγα εκείνα κολυβογράμματα, τα οποία αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά! . . .

Αλλ' ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπάρμπα-Κίτσος, γηραιός χωροφύλαξ, χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον εις τα μητρώα, πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι του γόνατος και &τουζλούκια&.

Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν του, κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννωνχωρίς μήτε ο αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσεν —, τούτο είνε υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών.