Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Είπε, και βάρβαρη δουλιά σοφίστηκε να κάνει, 24 και μες στα βούρκα στρώνει, ομπρός στην ψάθα του Πατρόκλου, τον Έχτορα έτσι ανάσκελα. Απέ οι λοιποί τους βγάζουν τα χάλκινα όπλα, κι' έλυσαν τα πολεμόχαρα άτια, κι' ομπρός στο πλοίο κάθησαν του θεϊκού Αχιλέα, σωροί· κι' αφτός τους έκανε νεκρόδειπνο τραπέζι.
Στο θησαυρό σου ας μείνει να σου θυμίζει τη θαφή του δόλιου καν Πατρόκλου, τι εκείνον δεν το βλέπεις πια. Και χάρισμα σ' τη δίνω 620 έτσι, γιατί δεν είσαι εσύ για πάλεμα και γρόθους. Μήτε σε τρέξιμο ποδιών δε θάβγεις ή κοντάρι, τι, γέρο, πια σε σκέβρωσαν τα χρόνια... ανάθεμά τα!»
Μα να, για νάχεις την ψυχή πίκρες κι' εσύ γιομάτη όταν το γιο σου στερηθείς, που πια δε θα γυρίσει στη Φτιά ξανά ναν τον δεχτείς... τι μήτε εγώ δε θέλω 90 να ζω και μ' άντρες να γυρνάω, αν πρώτα εδώ στον κάμπο δεν ξεψυχήσει ο Έχτορας απ' όπλο μου σφαγμένος και του Πατρόκλου τη σφαγή και γύμνια αν δεν πλερώσει.»
Αν πας κι' αφτόν στον τόπο του τον στείλεις ζωντανόνε, 445 τότ' ίσως κι' άλλος μας θεός γυρέψει, συλλογίσου, να βγάλει οχ τη σκληρή σφαγή παιδί του αγαπημένο, τι γύρω του τρανού καστριού της Τροίας πολεμούνε κι' άλλων πολλά παιδιά θεών που θα σκυλιάσουν όλοι. 449 Μα αν σούναι ακριβαγάπητος κι' αν σ' τον θρηνούν τα σπλάχνα, τώρα άφισ' τον κι' ας σκοτωθεί με του Πατρόκλου χέρι, μα όταν ανάσα και ζωή πια τον αφήσουν, στείλε το θάνατο και το βαθύ τον Ύπνο ναν τον πάρουν, ως ναν τον πάνε στης πλατιάς μες στα χωριά Λυκίας, 455 όπου ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νέκρωνε.»
Ραψωδία Ω Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο· μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά 'ς τον ύπνο κλίνει, οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει. μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν 5 τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούν 'ς το βάθος άντρου θείου η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται, παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. 10 τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα, ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων, πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι, οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων. κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη 15 και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου, του Αίαντα, 'που 'ς την μορφή θα ενίκα και 'ς το σώμα τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα, η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους 20 θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου. και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον· «Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, 25 αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων, όταν 'ς την Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα· αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει. να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν 30 εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας· τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν, και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου· αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης».
Ή, φαντάζεσαι συ, εξηκολούθησεν, ότι η Άλκηστις ήθελεν αποφασίσει ν' αποθάνη υπέρ του Αδμήτου, ή ο Αχιλλεύς διά να εκδικήση τον θάνατον του Πατρόκλου, ή ότι ο ιδικός σας ο Κόδρος ήθελε θυσιάσει την ζωήν του υπέρ της βασιλείας των τέκνων του, αν δεν ενόμιζαν ότι θα μείνη αθάνατος η μνήμη της αρετής αυτών, όπως και έμεινεν εις ημάς σήμερον; Κάθε άλλο.
Υπό το κράνος αυτού η Άλκηστις προσφέρεται ν' αποθάνη υπέρ του ανδρός της, ο Αχιλλεύς διά να εκδικήση τον θάνατον του Πατρόκλου. Εις τρόπον ώστε ιδεώδης τύπος μιας πολιτείας ή ενός στρατοπέδου θα ήτο ν' αποτελήται από εραστάς και αγαπωμένους. Με τον Παυσανίαν, ο οποίος ομιλεί κατόπιν, γίνεται ένα βήμα προς τα εμπρός. Ο Έρως είνε διπλούς, διότι και Αφροδίται δύο υπάρχουν· η Ουρανία και η Πάνδημος.
Κι' η ψυχή καπνός φέβγει και μέσα μπαίνει 100 στης γης με τσιριχτά. Κι' αφτός ολόξαφνος πετιέται, χτυπάει το γόνα και λαλεί παραπονιάρη λόγο «Ωχού, έχει κάπια το λοιπόν και στ' Άδη τα λημέρια ψυχή κι' εικόνα, μα ζωή μηδ' ύπαρξη δεν έχει. Τι του Πατρόκλου μου η ψυχή όλη τη νύχτα η δόλια 105 εδώ κοντά μου στέκουνταν, και στέναζε βογγούσε και κάθε μούλεγε ορισμό· έτσι είταν όμως, φάσμα.»
Εξ εναντίας τον υιόν της Θέτιδος Αχιλλέα ετίμησαν τοποθετήσαντες αυτόν εις τας νήσους των μακάρων, διότι ούτος, καίτοι γνωρίζων παρά της μητρός του ότι ήθελεν αποθάνει εάν εφόνευε τον Έκτορα, ενώ αν δεν τον εφόνευε θα επανήρχετο εις τον πατρικόν του οίκον όπου θ' απέθνησκε γηραιός, εν τούτοις ετόλμησε να προτιμήση όχι απλώς ν' αποθάνη υπέρ του εραστού αυτού Πατρόκλου βοηθών αυτόν, αλλά τελευτήσαντος τούτου, ν' αποθάνη κατόπιν αυτού εκδικών τον θάνατόν του.
Και συλλογιέμαι, κι' η καρδιά διπλόγνωμα με σέρνει· 435 πότες μου λέει πως άρπαξ' τον απ' τη σφαγή και σύρ' τον, έστι όσο ζει, ως μες στης Λυκιάς την πλούσια του πατρίδα, και πότες, τώρα πια ας σφαχτεί με του Πατρόκλου τ' όπλο.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν