United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναί, τώρα πια τον Πάτροκλο δε συλλογιέμαι τόσο 240 π' όρνια και σκύλους γλήγορα στο κάστρο θα χορτάσει, όσο για το κεφάλι μου και το δικό σου τρέμω μην πάθουν, τι όλα σκέπασε πολέμου αντάρα γύρω, και χάσκει ρούφουλας θαρρείς ο Έχτορας μπροστά μας. Μα φώναξε, κι' ίσως κανείς ακούσει πολεμάρχης245

Και συλλογιέμαι, κι' η καρδιά διπλόγνωμα με σέρνει· 435 πότες μου λέει πως άρπαξ' τον απ' τη σφαγή και σύρ' τον, έστι όσο ζει, ως μες στης Λυκιάς την πλούσια του πατρίδα, και πότες, τώρα πια ας σφαχτεί με του Πατρόκλου τ' όπλο

Καλά 'καμες, καημένη, γιατί ξέρεις τι; Δε μ' αρέσει καθόλου το προψεσινό τόνειρο της κερά Δέσπως, που τόλεγε της Γαρουφαλιάς σα σηκώθηκε. Κι όσο το συλλογιέμαι, το πετσί μου ανατριχιάζει. Σα να μισοφοβήθηκε, θαρρώ, κι η αφεντιά της, και ρώτηξε το γιο της τον Κωσταντή, πως ανίσως κ' έρθη πίκρα για χαρά, ποιος θα τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα.

Ίσως το συνηθίσω κι αυτό το φαρμάκι με τον καιρό, σα συλλογιέμαι πως είνε και για δικό σου καλό.

Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είνε τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα.

Δε συλλογιέμαι εγώ καμιά μαντολογιά που ξέρω, 50 λόγο δε μούπε η σεβαστή μητέρα μου απ' το Δία· λάβρα όμως τόχω της καρδιάς, πάει να μου φέρει φρένια, όταν κανείς τον ίσο του να παραπάει γυρέβει και πίσω αρπά του το πρεσβιό, τι πιό 'ναι δυνατός του.

Μα τι κρύο που θάνε να ψυχομαχάς μέσ' στα μάρμαρα! Το συλλογιέμαι μονάχα κι ανατριχιάζω. ... — Ε συ αποκεί· του φώναξε ο Κουτρουμπής αυστηρά· πάψε πια τις γρουσουζές σου. Είνε τρόπος, λέω, και το σπίτι να ξεγονατίσης και τα μάρμαρα να φυλάξης. Κεφάλι χρειάζεται, κεφάλι και τίποτ' άλλο. — Μωρέ πώς φαίνεσαι πως δεν είσαι Μορφόπουλος! του φώναξε άλλος απέκει.

Σήκωσε τέλος τα μάτια του και κύτταξε την κόρη με φανερή απογοήτεψη. — Ξέρεις τι συλλογιέμαι; τη ρώτησε. — Τι; — Τα χρόνια πόχασα... Όλα όσα μου διάβασες τα διάβασα, θυμούμαι κ' εγώ σαν ήμουν παιδί. Μα ξέρεις πώς μου φαίνονταν; μου φαίνονταν... πώς να στο ειπώ;... να, βιβλία!... Από την άλλη μέρα άρχισε να συχνομπαίνη και στο γραφείο τ' Αρχαιολόγου.

Ούτε και να τον συλλογιέμαι του αξίζει. Σπουδαίο βλέπεις υποκείμενο! Μυρίζει σκόρδο ακόμη το στόμα του. . . Ήταν το στρώμα του μέσ' στο κουρέλι σαν τον πρωτογνώρισα κι' από την απλυσιά του σβέρκου του απόρησα. Αυτά στα λέω, θέλοντας να σου δείξω πόσο είμαι γουρλίδισσα, που να τον ρίξω με την μοίρα μου κατώρθωσα. Μπορώ για σένα που λαχταρώ κάτι παραπάνω σε τιμή να σου χαρίσω.