United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωστόσον η θεράπαιναιςτο σπίτι όλα ετοιμάζαν, τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταιςτα μέγαρα υπηρέτραις• των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350 και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν. τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια• η άλλητους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355 συγκέρνα η τρίτη το κρασίολάργυρον κρατήρα, γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια• και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει• κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360 νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει, ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο. και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι, και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον, αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370 και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα. και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν μ' άλλατον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, η σεβαστή Παλλάδα. Κι' εκείνη πάει και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια, 720 η Ήρα η αρχιθέισσα, του Κρόνου η θυγατέρα. Κι' η Ήβα πέρασε γοργά στο σιδερένιο αξόνι, απ' τ' αμαξού τις δυο μεριές, τους στρογγυλούς χαλκένιους, τους οχτοδράχτινους τροχούς.

Μα αν την καρδιά του ίσως καμιά μαντολογιά δειλιάζει, καμιά αν του ξέρει η σεβαστή μητέρα του απ' το Δία, 795 μα ας στείλει εσένα, και μαζί ας βγει και τ' άλλο πλήθος των Μυρμιδόνων, μήπως δει μια στάλα φως τ' ασκέρι.

Κι' έκραξε αφτού τη σεβαστή γιριά του και της είπε. «Γυναίκα, εδώ 'ρθε του Διός μηνήτρα οχ τα ουράνια, και μούπε πως στα γλήγορα των Αχαιών καράβια να πάω το λατρεφτό μας γιο να ξαγοράσω ο ίδιος 195 με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα.

Και τέλος να μην παραλείψουμε την αγάπη της ομορφιάς, την αγάπη της αγάπης, την καλλιτεχνική τη φλέβα που κλαδώνεται κι αυτή αργυρόχρυση μέσα στ' ασκάλιστο, ταδούλευτο μάρμαρο. Σπάνιο υλικό, και να μη θέλη, λέει, νακούση σμίλι! Να μη θέλη νακούση νόμο, να μάθη κόπο, να σεβαστή αλήθεια κ' επιστήμη, και το χερώτερο, να μη θέλη να τιμήση και τα δικά του. Ξολοθρεμός κι απελπισία, θα μου πης. Τίποτις.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Μεγαλειότατε και Μεγαλειοτάτη, ως είμασθετην φοβερήν σας εξουσίαν, δύναται 'ς ό,τι θέλ' η σεβαστή σας χάρις, όχι να μας παρακαλή, να μας προστάζη. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ιδού, και οι δύο την υποταγήν μας και όλον τον εαυτόν μας εις τα πόδια σας με ζήλον εθέσαμ', έτοιμοιτην κάθε προσταγήν σας. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ευχαριστώ σε Ροζενκράς, κ' ευγενικέ μου συ, Γυιλδενστέρνη.

Είνε γλώσσα μπαλσαμωμένη· γλώσσα που κάμποσοι έξυπνοι αντί να την αφήσουν μέσατη σεβαστή θήκη της, την εσήκωσαν, της έδωσαν ολίγη ζωή και με τα δεκανίκιατα χέρια, με της αράχνες και τη σκόνη των αιώνων, την έβαλαν μπροστά για να τους πάγη κούτσα-κούτσατην εποχή τον Λουκιανού και του Ξενοφώντα. Και δεν ηθέλησαν να πάγουν μόνον αυτοί, αλλά να σύρουν και ολόκληρο το Έθνος οπίσω τους.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, 165 την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον· θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης. του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα, και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. 170 και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου, η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα. και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος 175 και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων· κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα, του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, 180 'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα.

«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι• και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούντα ουράνια, 150 εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία, εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω, και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο, μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα, μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155 ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη, τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη. αλλάόλους ανάμεσα χαράτον άνδρα εκείνον, 'που, αφούτα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη. ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160 άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω• όμοιατην Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον, φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι• ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία, εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165 και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα, ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε, όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος. χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170 και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους, απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν. βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175 πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν, απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω• την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι, αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων. κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180 άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν• ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία, παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των, χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185

Τότ' όξω η Ήρα φώναξε την Ίριδα οχ τον πύργο — π' αφτή είταν των παντοτινών θεών μαντατοφόρακαι τον Απόλλο, και τους λέει διο φτερωμένα λόγια 145 «Στήν Ίδα εφτύς του Κρόνου ο γιος να πάτε σας προστάζει. Εκεί σα φτάστε κι' έρθετε στο Δία ομπρός, κοιτάξτε πρόθυμα κάντεακούστε μεότι σας πει και θέλειΕίπε, και μέσα γύρισε η σεβαστή Ήρα πάλι κι' έκατσε στο θρονί.