United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φυλάξετέ με, και με ταις πτέρυγαίς σας κάμετέ μου σκέπην, φύλακες τ' ουρανού! — Τι θέλ' η σεβαστή σου μορφή; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμένα! είναι τρελλός. ΑΜΛΕΤΟΣ Μην ήλθες ίσως εδώ διά να ονειδίσης τον οκνόν υιόν σου, που, 'ς τον καιρόν παραδομένος καιτην θλίψιν , την επιτακτικήν εκτέλεσιν αφίνει της φοβερής σου προσταγής; Ω! λέγε, λέγε.

Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους. λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις 120 έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη, και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε. και ολόρθοςτο κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο· τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, 125 τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει·την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει, πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας. και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· 130 «Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι, ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύωτα χέρια μου, ν' αντισταθώάνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. αλλ' όσοι με υπερβαίνετετην δύναμιν, αρχήστε του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». 135

Τους τοίχους κάτω ερρίξατε, αλλοίμονο, μονάχοι σας και πικρούς θρόνους είδετε· μα τώρα εσυβαστήκετε με το σπαθί στο χέρι. Κι αλήθεια η σεβαστή Ερινύς του Οιδίποδα πατέρα σας ετέλειωσε τις κατάρες.

Κι' έβαλε η σεβαστή θεά στην κεφαλή της γύρω δεσιά καινούργιακαι λεφκή έτσι είταν λες σαν ήλιος185 κι' ώρια σαντάλια απέ έδεσε στα λιμπιστά της πόδια.

Συ, τι λέγεις; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Θα ωφελήση· πλην εγώ πιστεύω ακόμη ότι το πάθος του εγεννήθηκε από αγάπην 'πού απάντησε ψυχρήν καρδιά. — Τώρα, Οφηλία, να μας ειπής δεν είναι ανάγκη ό,τ' είπ' ο Αμλέτος, τ' ακούσαμ' όλα. — Κύριέ μου, κάμε ως θέλεις, αλλ', αν καλό το κρίνεις, άμα τελειώση το δράμα, η σεβαστή μητέρα του ας καλέση κατά μόνας αυτόν ν' ακούση τον καϋμόν του.

Είναι λοιπό να σε σεβαστή άνθρωπος και να σ' αγαπήση, που άνοιξες τις καρδιές μας και μας περέχυσες με το ρωμαίικο το φως.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265 'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270 'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· αλλ' έχασετα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, ότιαυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275 αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· κείνοιτον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκετου πλοίου την καρίνα, τα κύματ' έβγαλαντην γη των θεογενών Φαιάκων, οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280 και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαντην πατρίδα. και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνηπολλά μέρη της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285 ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζετο σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου 'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, 'που κείνον θα οδηγήσουσιτην ποθητήν πατρίδα. 290 αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, 'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· θησαυρούς τόσους είχε αυτόςτα σπίτια του κυρίου. 295 καιτην Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300 πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305 ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».

Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν, και αυτός ογλήγορ' έφθασετο δώμα του κυρίου. 255 εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις, αντίκρυτον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε. ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις, και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη. τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, 260 κ' έμειναν• ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι• κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος• «Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα• ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει• 265 πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη δίφυλλη• ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε; και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν• ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, 270 'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν».

Αλλ' ο κυριώτερός μου βοηθός, ο σταθερός κατά τας ποικίλας του έργου δυσκολίας παραστάτης, ήτο η σεβαστή μου μήτηρ. Εις ταύτην και εις την προς ην το βιβλίον ανατίθεται ανήκει πάσα αυτού επιτυχία· η δ' αποτυχία εις εμέ. Πολλά δ’ έκτοτε περί Σαικσπείρου απανταχού εδημοσιεύθησαν.

Όταν εγώ τότε με δάκρυ γεμάτο πόθον βλέπω προς τον ουρανό, και επιθυμώ να ηδύνατο εκείνη να έβλεπε προς στιγμήν πως κρατώ τον λόγον μου, που κατά την ώραν του θανάτου της έδωκα· να είμαι η μητέρα των παιδιών της, με πόσον αίσθημα αναφωνώ: Συγχώρησέ με σεβαστή μου, αν δεν είμαι γι' αυτά ό,τι συ ήσουν.