United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήρχισε να κλαίη πικρώς αλλ' ησύχως, και έρρεον τα δάκρυα της, και επανελάμβανε : ― Θα τον σκοτώσουν ! Σκοτόνουν οι Τούρκοι! θα σκοτώσουν τον πατέρα μου! ― Μη κλαίης, Δέσποινα, μη φοβήσαι. Ήθελα να την παρηγορήσω, αλλά δεν εύρισκα λέξεις, και βλέπων τον ήσυχον θρήνον της ησθανόμην κ' εγώ την φωνήν μου εκλείπουσαν, Εις τον νάρθηκα της εκκλησίας συνεκάθηντο ήδη των γειτόνων οι πλείστοι.

Ε! μη κλαίης, αγαπητέ Έρως· εμείναμεν ημείς αυτοί διά να θέσωμεν τέρμα εις τον βίον μας — Ω η αισχρά κυρία σου! Αύτη μου αφήρπασε το ξίφος! ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Όχι, Αντώνιε, η κυρία μου σε ηγάπα και είχε καθ' ολοκληρίαν συνδέση την τύχην της μετά της ιδικής σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φύγ' απ' εδώ, αναίσχυντε ευνούχε! Σιώπα! Μ' επρόδωσε και θ' αποθάνη. ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Ο θάνατος είναι χρέος, το οποίον άπαξ μόνον πληρώνεται.

Απάντησε η κελλάρισσαεκείνην, η Ευρυνόμη• «Τέκνον, ωμίλησες ορθά και λάθος δεν ευρίσκω• 170 άμε του τέκνου σου να ειπής τον λόγον, μην τον κρύψης, αφού λούσης το σώμα σου, την όψι σου αφού χρίσης, όχι μ' αυτό το πρόσωποτα δάκρυα μαραμμένο• πήγαινε, και ατελεύτητα να κλαίης δεν συμφέρει, τώρα 'π' ο υιός σου ανδρώθηκε, 'που των θεών ευχόσουν 175 τόσο θερμά να τον ιδής τα γένεια να φυτρώση».

Αφού η βεζυροπούλα ωμίλησε με τέτοιον τρόπον του Αμπτούλ, της απεκρίθη αυτός. Κυρά μου, είμαι πολλά υπόχρεως εις τα όσα μου εξεμυστηρεύθης, και δεν θέλεις το μετανοήσει διά την ευγενικήν σου γενναιότητα· εσύ δεν αποθαίνεις, μη φοβάσαι· επειδή και θέλεις ιδεί τον θησαυρόν μου και θέλεις μείνει ευχαριστημένη καθώς το επιθυμείς· παύσε το λοιπόν να κλαίης, και έλα με εμένα διά να ιδής το ποθούμενον.

«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη; όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, 805 να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση το τέκνο σου• και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης». Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης, πολύ γλυκά ρουχάζονταςταις πύλαις των ονείρων•

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265 'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270 'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· αλλ' έχασετα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, ότιαυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275 αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· κείνοιτον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκετου πλοίου την καρίνα, τα κύματ' έβγαλαντην γη των θεογενών Φαιάκων, οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280 και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαντην πατρίδα. και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνηπολλά μέρη της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285 ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζετο σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου 'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, 'που κείνον θα οδηγήσουσιτην ποθητήν πατρίδα. 290 αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, 'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· θησαυρούς τόσους είχε αυτόςτα σπίτια του κυρίου. 295 καιτην Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300 πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305 ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».

Δείξε μου τι θέλεις να κάμης; θε να κλάψης; θα πολεμήσης, θα νηστεύσης; θα ξεσκλήσης το σώμα σου; θα πιής χολήν; θα φάγης έναν κροκόδειλον; Τα κάμνω εγώ· να κλαίης ήλθες, 'ς τον τάφον της να πέσης διά να μ' ονειδίσης; Θάψου μαζί της, μην αργής, κ' εγώ κοντά σας· και αν για βουνά φλυαρείς, επάνω μας ας ρίξουν στρέμματα εκατομμύρια γης, ως 'πού η ταφή μας την κορυφήν τηςτην καυτήν ζώνην να φρύξη, κ' η Όσσα χαμοβούνι να φανή!

Μεγάλας δυστυχίας υπέστης, αλλ' ήσο ανήλικος, και δεν ηδύνασο να τας αισθανθής. Του λοιπού όμως τις οίδεν; ίσως σοι επιφυλάττονται μεγαλείτεραι. Πρέπει να οπλισθής με καρτερίαν, Αϊμά. Η νέα δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ήρχισε να κλαίη. Έκυψε την κεφαλήν και απέμασσε τα δάκρυα εκ των παρειών της. — Μη κλαίης, μη κλαίης, είπεν η ξένη. Δεν είσαι συ μόνη δυστυχής. Υπάρχουν και άλλοι δυστυχέστεροι.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αιώνια τον θάνατον θα κλαίης του Τυβάλτη; ή με τα δάκρυα θαρρείς τον τάφον του θ' ανοίξεις; κι αν τον ανοίξης, την ζωήν θα του την ξαναδώσης; Παύσε τα κλαύματα λοιπόν. Η μετρημένη λύπη πολλήν αγάπην μαρτυρεί· κ' υπερβολή της λύπης δεν φανερόνει πολύν νουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! άφησε να κλαίω εκείνον οπού έχασα.