United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από την βρύσιν εκείνην, πράγματι, μόνον τα πετεινά τ' ουρανού ηδύναντο να πίνουν. Η Χαδούλα έκυψε κ' έπιε . . . — Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και τη χάρι σας να πετάξω! . . . Κ' εγέλασε μονάχη της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κ' επέταξαν έντρομα . . .

Εις την θέαν εκείνων, ο Καίσαρ απεμάκρυνε τον σμάραγδον εκ του οφθαλμού του με έκφρασιν περιφρονήσεως και μνησικακίας, αλλ' ο Τιγγελίνος, όστις ήθελεν αντί πάσης θυσίας να νικήση τον Πετρώνιον, έκυψε και είπε: — Μη υποκύψης, θεσπέσιε· έχομεν τους πραιτωριανούς.

Τότε ο Αυγουστιανός αφήκε να πέση μετ' ανυπομονησίας ο κύλινδρός του και έκυψε την κεφαλήν. — Διώξατε αυτούς τους αθλίους! Και προχωρείτε ταχύτερον. Αίφνης διέκρινε τον Βινίκιον και ύψωσε ταχέως τον κύλινδρον μέχρι των οφθαλμών του. Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον νομίζων ότι ονειρεύεται. Εν τω φορείω εκαμάρωνεν ο γνωστός Χίλων Χιλωνίδης.

Έκυψε και ψηλαφήσας επί στιγμήν, αφήρεσεν εκ του τοίχου ένα λίθον εις ύψος μέχρι της οσφύος ανθρωπίνου αναστήματος· είτα υψώσας την χείρα αφήρεσε δύο προσέτι λίθους εις ύψος υπέρ την κεφαλήν του.

Ήτο κενόν πλησίον της το σκαμνίον επί του οποίου εκάθητο προ ολίγου ο ιατρός, αλλά δεν ετόλμων να πλησιάσω. Η ώρα βαθμηδόν παρήρχετο, ο ήλιος επλησίαζε προς την δύσιν του και ο αήρ εγίνετο δροσερώτερος. Η υπηρέτρια εγερθείσα έκυψε προς την νέαν και εψιθύρισε λέξεις τινάς με ταπεινήν ένδειξιν τρυφερότητος. Εκείνη έστρεψε βραδέως προς την γραίαν τους οφθαλμούς.

Η μήτηρ μου μόλις και μετά βίας απαλλαγείσα των περιπτυγμών της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και: — Εσύ είσαι Κιαμήλη, παιδί μου: τον ηρώτησε. Και πώς είσαι: Καλά; Καλά; Δεν σ' εγνώρισα με αυτή την φορεσιά σου! Ο Τούρκος έκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός της.

Είτα εκάθισαν παρά την φέγγουσαν εστίαν. Η Αϊμά είχεν απόφασιν να μη κοιμηθή, αλλ' ο κάματος και ο ύπνος ενίκησαν αυτήν. Έκυψε την κεφαλήν επί των γονάτων της και απεκοιμήθη. Ο δε Πρωτόγυφτος έμεινεν άγρυπνος. Μόνον περί όρθρον βαθύν, ότε ήκουσε κρότον τινά, ως να απεπειράτο τις ν' ανοίξη την θύραν έξωθεν, τότε παραδόξως έκλεισε τους οφθαλμούς και εφάνη ότι εκοιμάτο.

Ο γέρων πρόεδρος, υψηλός, ευθυτενής, ογδοηκοντούτης, πάσχων την όρασιν, αναμασσών διά χιλιοστήν φοράν τας αναμνήσεις ταύτας, επλησίασε προς το κιβώτιον των καλπών κ' έκυψε να ίδη αν αι κάλπαι ήσαν καλώς συνδεδεμένοι, αν η σιδηρά ράβδος είχε σφραγισθή και προσαρμοσθή καλώς. Δεν ήτο βέβαιος αν θα έβλεπε καλώς αυτός, ήθελε μόνον να τον ίδωσιν οι άλλοι ότι καλώς επιβλέπει.

Η Πολύμνια εγερθείσα με προφύλαξιν έκυψε διά να ίδη πού επήγε το κοντάριον από την αυτήν πλευράν της φελούκας, προς ην ίστατο και ο Νίκος, αλλά τότε η φελούκα έγειρε μονόπλευρα, και παρ' ολίγον ανετρέπετο.

Ο Λαλεμήτρος τότε ενωτισθείς αίφνης τόνον φωνής προσφιλούς, της Θωμαής του την φωνήν, την οποίαν τόσους χρόνους είχε ν' ακούση, και αναγνωρίσας πάραυτα την κατατομήν εκείνην την αγαλματώδη του σώματος της συζύγου του, έκυψε προς το ωχρόλευκον κοιμώμενον ακόμη πρόσωπόν της. Ανεγνώρισε την σύζυγόν του και εναγκαλισθείς κατεφίλησεν αυτήν κράζων: — Θωμαή μου! Θωμαή μου!